Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.
Φθάσαμε και πάλι στα Χριστούγεννα!
Η φιλανθρωπία του Θεού, μάς επιτρέπει για μια ακόμα φορά, να γιορτάσουμε τη Μητρόπολη των εορτών.
Τα Ιερά Κείμενα της Εκκλησίας μας βγαλμένα από τον κάλαμο των Θεοφόρων Ευαγγελιστών καθώς και η αθάνατη και σε άφθαστο κάλλος γλώσσα των θεοκινήτων Ιερών Υμνογράφων της Εκκλησίας μας, θα μας μιλήσουν τις ημέρες αυτές για το πότε, το πώς και σε ποιο μέρος έγινε η κατά σάρκα Γέννησις του Σωτήρος Χριστού.
Και μάλιστα, θα μας προβάλλουν τις θαυμαστές προφητείες των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης.
Θα μας παρουσιάσουν τα πρόσωπα αυτού του μεγάλου γεγονότος, τον νηπιάσαντα για τη δική μας σωτηρία Κύριο, τον διάκονο αυτού του ιερού Μυστηρίου Υπεραγία Θεοτόκο, τον Άγιο, Δίκαιο και Σώφρονα Ιωσήφ με τη ζάλη των λογισμών του, τις στρατιές των Αγγέλων, τους ποιμένες και τους μάγους.
Θα μας μιλήσουν ακόμη και για ένα αντικείμενο που ποτέ οι άνθρωποι, και τότε και σήμερα, δεν του έδωσαν καμία σημασία.
Ποιος άραγε μίλησε ποτέ για τη φάτνη, το απέριττο εργαλείο στα χέρια των ποιμένων για την τροφή των ζώων;
Ποιος κοίταξε ποτέ το βρώμικο αυτό σκεύος που κοσμούσε όχι ένα σπίτι αλλά τη γωνιά ενός σπηλαίου, χωρίς καμία κατασκευαστική προετοιμασία;
Ακόμη και αυτά τα ζώα που έσκυβαν μπροστά του, το έκαναν μόνο και μόνο για το περιεχόμενό του.
Και όμως! Ο Δημιουργός του κόσμου «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλάτας 4,4), ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, όταν “έκλεινε ουρανούς και κατέβηκε στη γη μας”, ανακλείνεται ως βρέφος στο δικό του χώρο, γιατί απλούστατα εκεί βρήκε τον άνθρωπο, κατά την έκφραση του Κύριλλου Αλεξανδρείας «εύρεν αποκτηνωθέντα τον άνθρωπο˙ διά τούτο εν φάτνη ως εν τάξει τίθεται..»
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Ιερού Ευαγγελιστή Λουκά «..και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. Β’, 7).
Από τότε έγινε το κεντρικότερο σημείο στις συνθέσεις των αγιογράφων, έγινε υμνογράφημα στα χείλη των ιερών υμνογράφων στις Μεγάλες Ώρες των Χριστουγέννων :
«..ευτρεπιζέσθω η φάτνη, το Σπήλαιον δεχέσθω..» (Ώρα Α’)
«..Φάτνη πενιχρά Υιός μονογενής, κείμενος οράται βροτός..» (Ώρα Γ’)
«..Θεός εν φάτνη ανακλίνεται, ο στερεώσας τους ουρανούς πάλαι κατ’ αρχάς..» (Ώρα Θ’).
Αυτό το ταπεινό και ευτελές σκεύος από τότε το ασπάζονται οι Άγγελοι, το βλέπουν με θαυμασμό οι άνθρωποι και ανάλογα τοποθετούνται μπροστά του, είτε θετικά είτε αρνητικά. Γονατίζουν μπροστά του οι ποιμένες, οι μάγοι και ολόκληρη η οικουμένη.
Το θαυμάζουν και οι Άγιοι και παρακαλούν με το στόμα του Ιερού Χρυσοστόμου να του μοιάσουν «Και ως κατεδέξω εν σπηλαίω και φάτνη αλόγων ανακλιθήναι, ούτω κατάδεξαι και εν τη φάτνη της αλόγου μου ψυχής και εν τω εσπιλωμένω μου σώματι εισελθείν» (Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως).
Αυτή η φάτνη, αυτό το άψυχο και ταπεινό εργαλείο, αυτό το παραμελημένο αντικείμενο, γίνεται πάντοτε και ιδιαιτέρως σήμερα διδάσκαλός μας. Μας διδάσκει πέρα και πάνω απ’ όλα την αυτοκριτική, την οποία πρέπει να κάνουμε ο καθένας στο εαυτό του και ιδιαιτέρως εμείς οι ποιμένες της Εκκλησίας.
Μας υπενθυμίζει πως μέσα από την αφάνεια και την απαξία του “εγώ” μου, μπορούμε να φτάσουμε στην επιφάνεια των τέκνων του Θεού και στην χωρητικότητα της αγάπης Του.
Μας διδάσκει αυτό το αντικείμενο την ταπείνωση, την οποία ξεχάσαμε και πως ο Θεός “ο ταπεινός τη καρδία” «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Καθ. Επιστ. Ιακ. Δ’, 6).
Μας φανερώνει ακόμη πως στη ζωή μας δεν είμαστε χωρίς ελπίδα. Και η ελπίδα μας είναι μόνο ο Χριστός. Η απαντοχή μας είναι μόνο η Εκκλησία, που είναι το σώμα Του.
Μας φανερώνει πως δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα από εκείνους που θέλησαν και θέλουν να μας αποκόψουν από τις ρίζες μας, για να χάσουμε τον προσανατολισμό μας και να πάψουμε να τρεφόμαστε με την αληθινή τροφή και να πίνουμε το ύδωρ το ζων.
Ελπίδα η φάτνη! Όχι από τα καλά μας έργα, ούτε από την καθαρότητα της πολιτείας μας, την οποία δεν διαθέτουμε. Αλλά από την επίσκεψη, τη συγκατάβαση, την ενοίκιση μέσα μας του “μόνου καθαρού και ακηράτου Κυρίου μας” (Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως).
Δεν αποστρέφεται ο Θεός τον αμαρτωλό και ρυπαρό, τον οποίο δέχεται, αγκαλιάζει και αγιάζει, αλλά τον υποκριτή και τον ανευλαβή, το Φαρισαίο, τον εγωιστή.
Και η προσευχή μας τις ημέρες αυτές ας είναι μία. «Να γίνουμε φάτνη», να σκηνώσει μέσα ο Χριστός, αφού προηγουμένως γευθούμε τη μετάνοια, φτάσουμε στην κάθαρση και το φωτισμό, για να αποκτήσει νόημα η ζωή μας.
“Κατάδεξαι Κύριε να εισέλθεις στη φάτνη της αλόγου μου ψυχής και στο εσπηλωμένο από την αμαρτία σώμα μου”.