Ὑπ’ ἀριθμ. 279
ΕΠΙ ΤΗ ΦΡΙΚΤΗ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Μέσα στο λατρευτικό κλῖμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί τῆς πολυτίμητης παραδόσεώς μας, βιώνουμε καί πάλι σήμερα, ἀδελφοί μου, τά κοσμοσωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου μας.
Φέρνουμε στή σκέψη μας, μά πολύ περισσότερο στήν καρδιά μας, τά ἐμπτύσματα καί τά κολαφίσματα, τήν πορφυρά χλαίνα καί τόν ἀκάνθινο στέφανο, τόν κάλαμο καί κυρίως τό Σταυρό καί τό θάνατο, πού γιά μᾶς καταδέχθηκε, γιά νά θεραπεύσει τό μέγα τραῦμα, τόν ἄνθρωπο.
Βλέποντας τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ..
ἀντικρύζοντας τόν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας στό μέσο τῶν Ἐκκλησιῶν μας, μαθητεύουμε στό σχολεῖο τῆς «ἄλλης λογικῆς» τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι διαφορετική ἀπό ἐκείνη τοῦ κόσμου, ἀπό τή δική μας.
Καί πρῶτον. Μᾶς μίλησε γι’ αὐτήν πρίν ἀπό λίγο, στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ὁ φτερωτός Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος: «Ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστίν, τοῖς δέ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστίν … Ἐπειδή καί Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἐμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἑσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον Ἕλλησι δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοίς τε καί Ἕλλησι, Χριστόν, Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν».
Πρόσκομμα ὁ Χριστός γιά τούς Ἰουδαίους, πού Τόν περίμεναν σάν ἕναν ἐπίγειο Μεσσία.
Ὡς μία ἰδέα μωρή, δηλαδή ἀνόητη, γιά τούς φιλοσόφους, διότι δέν μπόρεσε νά νικήσει τούς ἐχθρούς Του καί νά ἀποφύγει τόν σταυρό καί τόν θάνατο. Πῶς εἶναι δυνατόν, σύμφωνα μέ τή λογική τῶν Ἑλλήνων σοφῶν, πού ἐρευνοῦσαν μέ τήν δική τους κριτική καί τή δική τους σκέψη καί ἔψαχναν γιά τήν ἀλήθεια, ἕνας Ἑσταυρωμένος νά θεωρεῖται νικητής καί νά πιστεύεται ὡς Θεός;
Και τά ἐρωτήματα πολλά:
Γιατί προσῆλθε μέ τή θέλησή Του στό Πάθος;
Γιατί δέν ἔλαβε μέτρα νά ἀντιμετωπίσει τούς ἐχθρούς Του, νά ξεσηκώσει τόν λαό, ὅπως κάνουν καί σήμερα οἱ ἄνθρωποι;
Γιατί δεν ὀργάνωσε ὀπαδούς;
Γιατί δέν προετοίμασε αὐτούς πού Τόν ἀκολουθοῦσαν γιά πόλεμο μέ τούς Ἐβραίους;
Γιατί δέν χρησιμοποίησε τήν ἰδιότητά Του ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ;
Γιατί δέν ὑπερασπίστηκε τόν ἑαυτό Του τίς ὧρες ἐκεῖνες πού Τόν ἀδικοῦσαν καί Τόν συκοφαντοῦσαν, ἐνῶ ἤταν ἀθῶος καί δίκαιος; Δέν μποροῦσε, ἄραγε, νά ἀποστομώσει τούς ἀντιπάλους Του, ἐκεῖνος πού σαγήνευε τά πλήθη; Πῶς τώρα, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πῶς τό Φῶς τοῦ κόσμου, πῶς ἡ μοναδική Ἀλήθεια δέν ἔχει λόγο τίς στιγμές αὐτές;
Γιατί δέν θαυματούργησε, ὥστε νά καταπλήξει καί νά ἐλευθερωθεῖ;
Γιατί σιωποῦσε, ἀλήθεια, μπροστά στόν Πιλᾶτο;
Πῶς ἀντιμετώπισε σιωπῶντας τά βασανιστήρια καί τόν δημόσιο ἐξευτελισμό;
Γιατί παρέμεινε μόνος στή διάρκεια τοῦ Πάθους, προδομένος ἀπό τό μαθητή Του, ἀπαρνημένος ἀπό τόν θερμόαιμο Πέτρο, ἄοπλος καί σιωπηλός, καρφωμένος στό ξύλο τῆς καταδίκης;
Γιατί δέν κατέβηκε ἀπό τό Σταυρό, ὅταν Τόν προκάλεσαν; («καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ καί πιστεύσομεν ἐπ’ αὐτῷ»).
Δεύτερον. Φαίνεται μέ τά μάτια τῆς λογικῆς, ὅτι εἶναι ὁ ἡττημένος τῆς μεγάλης μάχης. Ὁ Χριστός ὅμως, ἀδελφοί μου, διαλέγει μία ἄλλη λογική, διαφορετική ἀπό τή λογική τοῦ κόσμου. Πάνω στό Σταυρό σταυρώνει τή δική μας λογική, τή λογική τῶν Ἰουδαίων καί τή σοφία τῶν Ἑλλήνων.
Παραμένει καρφωμένος πάνω στό Ξύλο τοῦ Σταυροῦ καί ἀπό ἐκεῖ συγκλονίζει τά ἐπίγεια, τά ἐπουράνια καί τά καταχθόνια. Τίθεται νεκρός στόν τάφο, ἀλλά ἀποδεικνύεται «νεκρός ζωαρχικότατος», παράδοξος καί παντοδύναμος, ἀφοῦ συντρίβει τούς μοχλούς καί τά κλεῖθρα τοῦ ἄδου καί νεκρώνει μέ τήν ἀστραπή τῆς Θεότητός Του τό σκοτεινό καταγώγιο τοῦ θανάτου.
Διαφορετική ἡ λογική τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή λογική τῶν ἀνθρώπων, διότι ἀπαρνεῖται ὅσα εἶχε πρίν, καί δύναμη καί λόγο καί θαυματουργίες, προκειμένου νά διδάξει τούς ἀνθρώπους καί ἰδιαίτερα τούς μαθητές Του,
πώς οἱ ἐχθροί ἀντιμετωπίζονται μέ τή συγχωρητικότητα καί τήν ἀγάπη, καί ὄχι μέ τήν ἐκδίκηση καί τά ὅπλα,
πώς εὐτυχισμένοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ὅταν προσφέρουν, παρά ὅταν λαμβάνουν,
πώς δοξασμένοι εἶναι οἱ ταπεινοί καί ὄχι οἱ φαντασμένοι,
πώς οἱ ἔσχατοι γίνονται πρῶτοι.
Δέν ἰσχύει γιά σᾶς, λέγει ὁ Χριστός στούς μαθητές Του, ἡ λογική τοῦ κόσμου. Δέν εἶστε πολίτες αὐτής τῆς ζωῆς, ἀλλά πολίτες τῆς αἰωνίου ζωῆς. («Ἡμῶν τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»). Καί ἄν θέλετε νά γίνετε μεγάλοι, θά πρέπει νά γίνετε πρῶτα διάκονοι. Και ἄν θέλετε νά γίνετε πρῶτοι, θά πρέπει νά γίνετε δοῦλοι τῶν ἀνθρώπων, νά πλύνετε τά πόδια τους καί νά τούς διακονήσετε, ὅπως ἀκριβῶς θά θέλατε νά διακονήσουν ἐσᾶς.
Ἀδελφοί μου,
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα! Μπροστά μας ὁ Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ἀλλά καί Υἱός τῆς Παρθένου, «ὥσπερ πελεκάν τετρωμένος τήν πλευράν», προσφέρει λύτρωση καί ζωή σ’ ἐμᾶς πού τραυματισθήκαμε ἀπό τά κτυπήματα τῆς φθοροποιοῦ ἁμαρτίας.
Ὁ Δεσπότης πάντων, ὡς ἀνείδεος νεκρός στό ἀνώτατο σημεῖο τῆς κενώσεως, ἐπιτελεῖ τό ἀπόρρητο μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Μᾶς προσφέρει αὐτή τή ζωοποίηση ἀπό τήν αἱμορροοῦσα πλευρά Του.
Μᾶς καλεῖ, μέ τό ἄπλωμα τῶν χεριῶν Του, σέ ἑνότητα μέ τό μυστικό σῶμα Του, πού εἶναι ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία.
Μᾶς χαράσσει τό δρόμο τοῦ χρέους καί τῆς θυσίας, ἐάν θέλουμε νά εἴμαστε ἀδελφοί καί φίλοι καί μαθητές Του. Ἕνα δρόμο στενό, γεμᾶτο παραδοξότητα ἄλλης λογικῆς, ξένης ἀπό τή δική μας ἀνθρώπινη νοοτροπία.
Ὅσοι ἀντέχουν, αὐτοί καί ἀκολουθοῦν.
Ὅσοι ἀγαποῦν, αὐτοί καί σταυρώνονται καί πάσχουν, αὐτοί καί πορεύονται μαζί Του καί στό Σταυρό καί στήν Ἀνάσταση. Αὐτοί ζοῦν πραγματικά μέ τήν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως.
Σᾶς τό εὔχομαι μέσα ἀπό τήν καρδιά μου. Εὐχηθεῖτε καί σεῖς, παιδιά μου ἀγαπητά, γιά μένα: Νά ζοῦμε μέ τήν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως.
Μέ θερμές πατρικές εὐχές
Ο Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ Σ Α Σ
Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ