Διαβάστε το κείμενο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου, με θέμα «Ο υγιής και ο άρρωστος μοναχισμός», για το οποίο εκφράστηκε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ. Σεραφείμ λέγοντας τα εξής : “Το κείμενο το Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Nαυπάκτου κ.κ. Ιεροθέου, με εκφράζει απόλυτα γιατί Α) Φανερώνει το γνήσιο Μοναχισμό, τον οποίο σέβομαι και ευλαβούμαι τα μέγιστα. Σκύβω με πολύ σεβασμό και φιλώ όχι μόνο τα χέρια αλλά και τα πόδια αυτών των γνησίων Μοναχών και Β) Φανερώνει τον αρρωστημένο Μοναχισμό, τα φαινόμενα του οποίου καταδικάζουν οι Iεροί Κανόνες της Εκκλησίας μας. Μακάρι να ήταν μόνο αυτή η ασθένεια που παρουσιάζει. Δυστυχώς, υπάρχουν και χειρότερες μορφές ασθενείας…
Ο Θεός να μας δώσει μετάνοια…
Κείμενο Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου :
Ο μοναχισμός αποτελεί την δόξα της Εκκλησίας και οι μοναχοί, όπως διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, είναι η κόμη στο σώμα της Εκκλησίας και είναι πραγματικό στολίδι της κεφαλής, αφού οι μοναχοί, όπως οι τρίχες, είναι και αυτοί νεκρωμένοι κατά κόσμον και λάμπουν και ακτινοβολούν το Φως του Χριστού.
Η μοναχική ζωή είναι στην πραγματικότητα η προφητική, αποστολική και μαρτυρική ζωή και μέσα από αυτήν την διάσταση τιμάται ο ορθόδοξος, ο γνήσιος μοναχισμός.
Αν διαβάσει κανείς τις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επιστολές των Αποστόλων, θα διαπιστώσει ότι οι πρώτοι Χριστιανοί, μιμούμενοι τον αποστολικό όμιλο του Χριστού, ζούσαν με προσευχή, κοινή ζωή, έμπνευση, ακτημοσύνη και ανέμεναν τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού, την οποία βίωναν ως πνευματικό αρραβώνα.
Κατά την διάρκεια των διωγμών οι Χριστιανοί ζούσαν έντονα με την κατά Θεόν έμπνευση και κατέβαιναν μέχρι τα κατώτερα μέρη της γης –στίς κατακόμβες– για να λατρεύσουν τον Θεό. Φυσικά, δεν ζούσαν αυτόνομα, αλλά ήσαν συνδεδεμένοι με τους Κληρικούς τους και τους Επισκόπους τους.
Μετά την κατάπαυση των διωγμών και την εκκοσμίκευση των Χριστιανών αναπτύχθηκε περισσότερο το φαινόμενο του αναχωρητισμού.
Γέμισαν τα σπήλαια, τα δάση και η ύπαιθρος από μοναχούς που ήθελαν να ζήσουν το «μαρτύριο της συνειδήσεως», να δοξάζουν διαρκώς τον Θεό, να προσεύχωνται σε Αυτόν, να ζουν και να επιζητούν την έλευση της Βασιλείας του Θεού.
Επειδή η κατάσταση μπορούσε να εκτραπεί, γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος με τα ασκητικά του κείμενα, ιδίως «τούς όρους κατά πλάτος» και «τούς όρους κατ’ επιτομήν», έθεσε τις βάσεις του γνησίου-υγιούς μοναχισμού, πέρα από ακρότητες, διοργάνωσε τον κοινοβιακό βίο, ώστε οι μοναχοί να ζουν μέσα στην Εκκλησία, που αποτελεί τον ιερό και ευλογημένο θεσμό που συγκροτείται από το Άγιον Πνεύμα, ως Σώμα του Χριστού, και να σώζονται παραμένοντας εντός αυτής.
Επειδή σε κάθε κοινωνική ζωή παρατηρούνται και έκτροπα, γι’ αυτό η Εκκλησία απεφάσισε συνοδικώς πώς πρέπει να λειτουργεί ο μοναχισμός και πώς πρέπει να λειτουργούν τα Μοναστήρια μέσα στο ιεραρχικό και συνοδικό πολίτευμά της. Είναι χαρακτηριστικοί δύο Κανόνες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου που αποτελούν την βάση της λειτουργίας του ορθοδόξου μοναχισμού και προσδιορίζουν την διαφορά του υγιούς από τον άρρωστο μοναχισμό.
Ο 4ος Κανόνας της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου είναι σαφέστατος.
Τον παραθέτω σε μετάφραση: «Αυτοί που αληθινά και με ειλικρίνεια ακολουθούν το μοναστικό βίο, να θεωρούνται άξιοι της τιμής που τους αρμόζει. Επειδή όμως κάποιοι χρησιμο-ποιώντας την ιδιότητα του μοναχού περιοδεύουν χωρίς ειδική εντολή στις πόλεις και διαταράσσουν τις εκκλησίες και τις κοσμικές υποθέσεις, και ακόμη επιχειρούν να ιδρύουν προς όφελός τους μοναστήρια, αποφασίστηκε κανένας πουθενά να μη χτίζει ούτε να ιδρύει μοναστήρι ή ευκτήριο οίκο χωρίς την γνώμη του επισκόπου της πόλης και όσοι σε κάθε πόλη και χωριό είναι μοναχοί, να υποτάσσονται στον επίσκοπο και να ασπάζονται την ησυχία και να προσέχουν μόνο στην νηστεία και στην προσευχή μένοντας καρτερικά στους τόπους που τάχθηκαν ως μοναχοί και να μην παρενοχλούν εκκλησιαστικές ή κοσμικές υποθέσεις ούτε να περιπλέκονται σ’ αυτές εγκαταλείποντας τα μοναστήρια τους, εκτός κι αν κάποτε τους επιτραπεί από τον επίσκοπο της πόλης εξαιτίας ανάγκης και κανένας δούλος να μη γίνεται δεκτός στα μοναστήρια για να μονάσει χωρίς την γνώμη του κυρίου του και όποιος παραβαίνει αυτόν τον κανόνα μας, ορίσαμε να είναι “ακοινώνητος”, για να μη βλασφημείται το όνομα του Θεού. Ο επίσκοπος, λοιπόν, της πόλης πρέπει να προνοεί για τα μοναστήρια».
Ο Κανόνας αυτός είναι σαφέστατος. Οι μοναχοί δεν πρέπει να είναι αυτοδέσποτοι, αλλά να υπακούουν στον Επίσκοπο του τόπου. Θα πρέπει να εκπληρώνουν την ουσία του μοναχισμού, που είναι η ησυχία, η νηστεία, η προσευχή, και να μένουν καρτερικά στους τόπους τους που έχουν αποφασίσει.
Επίσης, να μη κάνουν ενέργειες που προξενούν ενόχληση στην Εκκλησία και την κοινωνία, να μη αφήνουν τα μοναστήρια και να περιφέρονται στον κόσμο, χωρίς την άδεια του Επισκόπου.
Σε διαφορετική περίπτωση οι μοναχοί αυτοί που δεν υπακούουν στον Επίσκοπο και δεν ζουν μοναχικά θα είναι ακοινώνητοι. Μέσα σε τέτοιες υγιείς προϋποθέσεις ο Επίσκοπος θα πρέπει να προνοεί για τα μοναστήρια.
Είναι φανερόν ότι η Εκκλησία συγκροτείται από Επισκόπους που ζουν εν κοινωνία με τους Πρεσβυτέρους και τον λαό. Στην Εκκλησία υπάρχει ιεραρχικό και συνοδικό πολίτευμα, που σημαίνει ότι δεν κάνει κανείς ό,τι θέλει, αλλά ο καθένας έχει μια αναφορά κάπου. Επίσης, στην Εκκλησία υπάρχει σαφέστατη διαφορά μεταξύ Ενορίας και Ιεράς Μονής. Το κοινό είναι η θεία Ευχαριστία και τα άλλα Μυστήρια και η διαφορά είναι στον τρόπο της ζωής, αφού στην Ενορία ασκείται ποιμαντική στους ανθρώπους που ζουν στην κοινωνία, ενώ στην Μονή καλλιεργείται έντονα η προσευχή η οποία ωφελεί όλους τους Χριστιανούς.
Ο 8ος Κανόνας της ίδιας Συνόδου, δηλαδή της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, προχωρεί ακόμη βαθύτερα για να καθορίσει ποιά πρέπει να είναι η συμπεριφορά των μοναχών και των λαϊκών έναντι του Επισκόπου. Τον παραθέτω και πάλι σε μετάφραση.
«Οι κληρικοί των πτωχοκομείων και των μοναστηριών και των εκκλησιών στο όνομα μαρτύρων να παραμένουν σύμφωνα με την παράδοση των Αγίων Πατέρων υπό την εξουσία των επισκόπων κάθε πόλης και να μην αποσκιρτούν από το δικό τους επίσκοπο με αυθάδεια. Κι όσοι λοιπόν τολμούν να ανατρέπουν αυτήν την διάταξη με οποιονδήποτε τρόπο και δεν υποτάσσονται στον επίσκοπό τους, αν είναι κληρικοί, να υπόκεινται στα “επιτίμια” των κανόνων κι αν είναι μοναχοί ή λαϊκοί να μένουν “ακοινώνητοι”».
Και ο Κανόνας αυτός είναι σαφέστατος. Δείχνει ότι ο Επίσκοπος σε μια τοπική Εκκλησία δεν είναι ένα διακοσμητικό στοιχείο, αλλά εκείνος που συγκροτεί την ενότητα της Τοπικής Εκκλησίας.
Οι κληρικοί των μοναστηρίων δεν πρέπει να αυθαδιάζουν έναντι του Επισκόπου. Ο Κανόνας στην πρωτότυπη γλώσσα της Συνόδου γράφει: «καί μη κατά αυθάδειαν αφηνιάτωσαν του ιδίου επισκόπου».
Συνήθως λέμε ότι κάποιο άλογο αγρίεψε και αφηνίασε. Αυτή η εικόνα προσιδιάζει στους Ιερομονάχους που αφηνιάζουν έναντι του Επισκόπου τους.
Ο Ζωναράς ερμηνεύει το «αφηνιάζειν» με το να εκφεύγη και αποσκιρτά από την εξουσία του Επισκόπου «ώσπερ πώλος αποπτύσας τον χαλινόν».
Επίσης, στον Κανόνα θεσπίζεται ότι όσοι ανατρέπουν αυτή την διάταξη να δέχονται επιτίμια. Βέβαια, τα επιτίμια χρησιμοποιούνται ως θεραπευτικά μέσα, για την θεραπεία των νοσούντων μελών της Εκκλησίας, όπως γίνεται και στα αρρωστήματα του σώματος, που σημαίνει, ότι όποιος δεν υπακούει στους ιερούς Κανόνες και το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας είναι άρρωστος και θα πεθάνει πνευματικά, αν δεν μετανοήσει.
Στον Κανόνα αυτόν, εκτός από τους Κληρικούς των Μοναστηρίων, γίνεται αναφορά και στους μονάζοντες ή λαϊκούς.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ερμηνεύοντας το γιατί ο Κανών κάνει λόγο και για τους λαϊκούς, γράφει: «διά να φανερώσει τους λαϊκούς εκείνους, εις το θάρρος των οποίων, και την υπεράσπισιν επιστηριζόμενοι οι Κληρικοί και μοναχοί, αυθαδιάζουσι κατά του Αρχιερέως, και δεν υποτάσσονται εις αυτόν».
Από αυτούς τους δύο Κανόνες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία έχει απόλυτο κύρος στην Εκκλησία, και τους οποίους κανόνας πρέπει όλοι να εφαρμόζουμε, εξάγονται τρεις συνέπειες.
1. Η Ορθόδοξη Ιερά Μονή μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας έχει ορισμένο σκοπό και μια ειδική αποστολή. Υποδέχεται μερικά μέλη της Εκκλησίας –άνδρες και γυναίκες– οι οποίοι θέλουν να καλλιεργήσουν έντονα την προσευχή και να ζήσουν με νηστεία και ησυχία, δηλαδή να ασκήσουν όλη την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας.
Η Ιερά Μονή διαφέρει σαφέστατα από τον τρόπο ποιμαντικής εργασίας που γίνεται στις Ενορίες και φυσικά δεν πρέπει ούτε να υποκαθιστούν τις Ενορίες ούτε και να τις ανταγωνίζονται στην ποιμαντική δράση.
Με άλλα λόγια οι μοναχοί ασκούν έμμεση ποιμαντική, με το να υποδεικνύουν στους κοσμικούς ανθρώπους, με το παράδειγμά τους, να προσεύχονται και να ζουν πνευματική ζωή, μέσα στην Εκκλησία, σεβόμενοι τους Κληρικούς, ιδιαιτέρως τους Επισκόπους.
Έτσι, τα Μοναστήρια δεν πρέπει να αποσπούν με συντονισμένο και συστηματικό τρόπο τους ανθρώπους από τις Ενορίες, δεν πρέπει να αναπτύσσονται στον βαθμό και με τον τρόπο που λειτουργεί η Ενορία.
Για παράδειγμα, δεν μπορούν οι μοναχοί να μεταβάλλουν τα Μοναστήρια σε Συνεδριακά Κέντρα, σε Κέντρα ψυχαγωγίας, σε Κατασκηνωτικούς χώρους, σε συγκεντρώσεις νέων, σε ραδιοσταθμούς κλπ. Δεν μπορούν να αναπτύσσουν διάφορα προγράμματα, όπως εκδρομές, ψυχαγωγίες με όργανα κλπ.
Δεν μπορούν οι ορθόδοξοι μοναχοί να μετατρέπουν τα Μοναστήρια σε Ενορίες, και μάλιστα χωρίς την έγκριση του Επισκόπου, η οποία έγκριση πρέπει να είναι διαρκής και όχι απλώς να υποδεικνύεται μια «ευλογία», που δόθηκε χωρίς διευκρινίσεις, από κάποιον άλλο προκάτοχο Επίσκοπο στο παρελθόν.
Εάν μερικοί μοναχοί θέλουν να εργασθούν ποιμαντικά, μπορούν να το κάνουν, με την άδεια του Επισκόπου τους, στον Ενοριακό χώρο. Ας αποφασίσουν κι ας λάβουν την άδεια να γίνουν Εφημέριοι μιας Ενορίας και ας ασκήσουν την ποιμαντική εργασία προς τους ανθρώπους. Δεν μπορούν τα Μοναστήρια να εκκοσμικεύονται και να μετατρέπονται σε Ενορίες και να αλλοιώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο το πνεύμα του ορθοδόξου μοναχισμού, και γενικά να υπάρχει αντιπαλότητα μεταξύ Μοναστηριών και Ενοριών.
2. Η Ορθόδοξη Ιερά Μονή δεν μπορεί να διοργανώνεται ως μια ανεξάρτητη «Επισκοπή», οι μοναχοί δεν μπορούν να ζουν αυτόνομα και ο Ηγούμενος δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως μια δεύτερη εκκλησιαστική αρχή, ως ένας «Χωρεπίσκοπος». Βεβαίως, κάθε Ιερά Μονή και κάθε Ενορία είναι αυτοδιοίκητη, αλλά δεν είναι αυτόνομη, αποκεκομμένη από το ιεραρχικό και συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας.
Ο Επίσκοπος σε κάθε Τοπική Εκκλησία έχει το ιδιαίτερο χάρισμα να ποιμαίνει και να φροντίζει όλη την Εκκλησία, ώστε όλα τα πράγματα να γίνονται κατά τάξη και ευπρέπεια, βάσει των ιερών Κανόνων και των εκκλησιαστικών παραδόσεων. Δεν είναι απλώς ένα διακοσμητικό όργανο και ένας διοικητικός κοσμικός θεσμός.
Θα κατευθύνει το ποίμνιό του, τους Κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, με την γνώση της ιεράς Παραδόσεως και των ιερών Κανόνων, τους οποίους κατά την χειροτονία του διαβεβαίωσε ότι θα διαφυλάττει και θα τιμά.
Η ποιμαντική ράβδος που του δόθηκε κατά την χειροτονία του εις Επίσκοπο δεν είναι ένα διακοσμητικό στοιχείο, αλλά κατ’ εξοχήν συμβολικό.
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που ελέχθησαν κατά την επίδοση της ποιμαντορικής ράβδου: «Λάβε την ράβδον ταύτην, ίνα ποιμαίνης το εμπιστευθέν σοι ποίμνιον του Χριστού και τοίς μεν ευπειθέσιν, έστω υπό σού βακτηρία και υποστηριγμός, τοίς δε απειθέσι και ευτραπέλοις χρώ αυτή ράβδω επιστυπτική, ράβδω παιδεύσεως».
Η ποιμαντική ράβδος συμβολίζει την επισκοπική διακονία, αφού ο Επίσκοπος πρέπει να επιστηρίζει τους ευπειθείς με ράβδο-βακτηρία, και να παιδεύει με ράβδο ελεγκτική τους ευτραπέλους, τους γελοίους, που δημιουργούν «αστεία ή γελοία επεισόδια».
Έτσι, η Ιερά Μονή δεν μπορεί να υποκαθιστά ή αντικαθιστά την επισκοπική διακονία, δεν επιτρέπεται να διοργανώνεται ως μια «Επισκοπή», με τα Σωματεία, τις Εταιρείες, τους Συλλόγους ως «Ενορίες» και τα άλλα οθνεία κατασκευάσματα, ανεξάρτητη από την Ιερά Μητρόπολη του τόπου.
Ούτε ο ηγούμενος μπορεί να νοσφίζεται την επισκοπική διακονία και να παρουσιάζεται ως μια «επισκοπική αρχή» στον τόπο, η οποία ανταγωνίζεται τον επιχώριο Επίσκοπο και να λειτουργεί ως μια δεύτερη εκκλησιαστική αρχή στον τόπο.
Βεβαίως, ο Επίσκοπος της περιοχής που έχει διάκριση και σύνεση δεν αισθάνεται τον υπερφίαλο ηγούμενο ως ανταγωνιστή, αλλά δεν μπορεί και να ανέχεται αντιεκκλησιαστικές ενέργειες που διαιρούν τον εκκλησιαστικό χώρο και φανατίζουν τους ανθρώπους, που τους καθιστούν οπαδούς και μέλη μιας αναρχοαυτόνομης ομάδας που τους χρησιμοποιεί ως «πιόνια» στις δικές του φίλαρχες επιδιώξεις.
Ο Επίσκοπος δεν μπορεί να παραμείνει αδιάφορος μπροστά σε μια κατάσταση που αλλοιώνει το εκκλησιαστικό ήθος και το εκκλησιαστικό φρόνημα, δεν μπορεί να ανέχεται σχίσματα στο εκκλησιαστικό σώμα και αλλοιώσεις στις μοναχικές και εκκλησιαστικές παραδόσεις.
Θα κάνη υπομονή, θα διδάσκει τον λαό, θα υποδεικνύει τα δέοντα, όμως όταν αρχίζουν να παγιώνονται μερικές αρρωστημένες καταστάσεις, τότε είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την θεραπεία τους, σύμφωνα με την περιγραφή του λα’ κεφαλαίου της Κλίμακας του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, με τίτλο «Πρός τον Ποιμένα». Δεν είναι δυνατόν να αδιαφορεί σε εκκλησιαστικά καρκινώματα και να κληρονομεί στους διαδόχους του ανώμαλες εκκλησιαστικές καταστάσεις.
3. Η ορθόδοξη Ιερά Μονή πρέπει να είναι υπόδειγμα και πρότυπο ακόμη και κοινωνικής ζωής, οικονομικής διαφάνειας και νομιμότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης. Από τις Ιερές Μονές, στις οποίες διαμένουν μοναχοί που προσεύχονται και ζουν σε βάθος και ύψος την εν Χριστώ ζωή πρέπει να εκπορεύεται ένα πνεύμα αγάπης, πνευματικής ελευθερίας, αποδέσμευσης από κάθε εξάρτηση, ένα άρωμα πνευματικής ευγένειας και εκκλησιαστικής αρχοντιάς. Αυτά καταξιώνουν μια Ιερά Μονή ως ορθόδοξη. Όταν οι άγγελοι είναι φώς στους μοναχούς, γίνονται και οι μοναχοί φώς στους ανθρώπους. Αντίθετα, όπως μου έλεγε κάποιος, «όταν ο μοναχός δεν έχει φτερά (δεν είναι άγγελος), έχει κέρατα και ουρά»!
Προσωπικά θεωρώ ότι είναι πρόβλημα για μια κοινωνία όταν υπάρχουν τρεις αρρωστημένες καταστάσεις.
Η πρώτη, όταν επικρατή αδιαφορία σε θέματα οικονομικής διαφθοράς, οικονομικών καταχρήσεων και ποικίλων ατασθαλιών.
Μια κοινωνία που αδιαφορεί σε τέτοιες καταστάσεις δείχνει την κατάπτωσή της.
Η δεύτερη αρρωστημένη κατάσταση είναι όταν γίνονται βίαιες πράξεις, όταν οι κάτοικοι αντί να εκφράζουν τα αιτήματά τους με ειρηνικό και δημοκρατικό τρόπο, εκδηλώνονται με βιαιότητες, με φασιστικούς τρόπους.
Η κοινωνία πρέπει να διέπεται από δημοκρατικές αρχές και σε αυτό πρέπει να κατατείνει η παιδεία ενός λαού.
Η τρίτη αρρωστημένη κατάσταση είναι όταν στην κοινωνία μας εκπορεύεται ένας εκφοβισμός από διάφορα κέντρα, οπότε οι άνθρωποι φοβούνται να εκφρασθούν, γιατί γνωρίζουν ότι αμέσως μετά θα αρχίσουν οι εκβιασμοί, οι πιέσεις, οι συκοφαντίες, οι διαβολές, οι απειλές για την ζωή τους.
Μια κοινωνία στην οποία επικρατούν τέτοιες αρρωστημένες καταστάσεις, είναι ανίκανη να ορθοποδήσει, ανίκανη να ανταποκριθεί στον υψηλό προορισμό της να δίνη ήθος, ασφάλεια και ελευθερία στους πολίτες της.
Γίνεται αυτή η αναφορά στο κείμενο αυτό που αναφέρεται στον μοναχισμό, γιατί όταν και οι τρεις αυτές αρρωστημένες καταστάσεις (διαφθορά οικονομική, βιαιότητες και εκφοβισμός) εκπορεύονται από δήθεν εκκλησιαστικά κέντρα, από εκκοσμικευμένες Μονές, οι οποίες προσπαθούν να ελέγχουν την κοινωνία, με πολιτικά και κοινωνικά μέσα, και επιδιώκουν να ρυθμίζουν ακόμη και τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της κοινωνίας, μέσα από την προοπτική της πολιτικής και κομματικής πελατείας, τότε η κοινωνία βρίσκεται σε πλήρη κατάπτωση.
Θεωρώ ότι ο Επίσκοπος σε μια Τοπική Εκκλησία επισκοπεί και εποπτεύει σε όλα αυτά τα ζητήματα και προσπαθεί να τα θεραπεύει με διάκριση, με λόγο, μερικές φορές και με χειρουργικές πνευματικές επεμβάσεις.
Δεν πρέπει να αρκείται μόνο στο να παρίσταται σε λαμπρές κοινωνικές εκδηλώσεις, αλλά να γνωρίζει καλώς τον σκοπό της αποστολής του και κυρίως να εργάζεται μέσα από την εκκλησιαστική παράδοση και με την απαραίτητη προϋπόθεση και γνώση ότι θα δώσει λόγο στον Θεό για τις ενέργειές του, για τον λόγο του και τις πράξεις του.
Βέβαια, μια τέτοια σοβαρή και υπεύθυνη στάση, ενέχει κινδύνους, προξενεί ιδιαίτερες φθορά, και μερικοί ανεγκέφαλοι απειλούν και την ίδια την ζωή ενός τέτοιου ασυμβίβαστου με τον κακό Επισκόπου.
Για να καταλήξω, θέλω να πω ότι ο υγιής μοναχισμός είναι η δόξα της Εκκλησίας, ενώ ο άρρωστος μοναχισμός, που μετατρέπεται σε Ενορία, σε Επισκοπή και σε κοσμική οργάνωση, σε «καταγώγιο», κατά την έκφραση των ιερών Κανόνων, είναι πηγή ποικίλων ανωμαλιών στην Εκκλησία και την κοινωνία, είναι πραγματική πληγή της Εκκλησίας και αιώνιος όλεθρος των μοναχών.–