+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Αδελφοί και Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
«Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε!»
Εφάνη επί της γης ο τέλειος άνθρωπος και δι᾿ αυτού του τρόπου εφανερώθη η ασύλληπτος αξία του ανθρωπίνου προσώπου. Oι σύγχρονοι άνθρωποι ιδιαιτέρως ζώμεν την μεταπτωτικήν κατάστασιν, κατά την οποίαν καθημερινώς διαπιστώνομεν μετά του βαθέως στενoχωρημένου Ψαλμωδού ότι «πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός» (Ψαλμ. ΙΓ΄ 3 – Ρωμ. γ΄ 12-13).
Δεν ηδύνατο ασφαλώς ο άνθρωπος προ της ενσαρκώσεως του Χριστού να φαντασθή το αρχαίον κάλλος και την ασύλληπτον αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου, διότι μετά την πτώσιν ο άνθρωπος ησθένησε και ηλλοιώθη. Μόνον οι πολύ φωτισμένοι άνθρωποι διησθάνθησαν και προ Χριστού την αξίαν του προσώπου καθ᾿ εαυτό και εις την απορίαν του ανθρωπίνου γένους «τι εστιν άνθρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού;» (Ψαλμ. Η΄ 5), εδογμάτισαν θεοπρεπώς: «ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ᾿ αγγέλους, δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν» (ε.α. 6).
Αυτό το οποίον διησθάνθησαν και διεκήρυξαν προ δύο και ημισείας χιλιετηρίδων οι φωτισμένοι από τον Θεόν άνθρωποι, επανέλαβεν Ιησούς Χριστός ο Θεάνθρωπος και, έκτοτε, επαναλαμβάνουν κατ᾿ έτος αρκεταί διακηρύξεις κρατών, κυβερνήσεων και κοινωνικών ομάδων και διεθνείς συμβάσεις περί του σεβασμού του ανθρωπίνου προσώπου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Εν τούτοις, επί των ημερών μας βλέπομεν καθημερινώς τον χείριστον εξευτελισμόν του ανθρωπίνου προσώπου, την ατίμωσιν και τον διασυρμόν αυτού. Οφείλομεν, λοιπόν, εάν θέλωμεν να είμεθα άξιοι της δόξης και τιμής διά της οποίας περιέβαλε το πρόσωπόν μας ο «δι᾿ ημάς καθ᾿ ημάς γενόμενος» Δημιουργός μας, να εμβαθύνωμεν εις την έννοιαν αυτής της δόξης και τιμής και εμπνεόμενοι από αυτήν να ενεργήσωμεν ο,τι καλλίτερον δυνάμεθα διά να παύση η εσχάτως διογκουμένη εξευτελιστική διά το ανθρώπινον πρόσωπον συμπεριφορά. Η αστάθεια, η οποία απειλεί σύνολον το ανθρώπινον γένος, έχει κύρια χαρακτηριστικά την απουσίαν ηθικής, την έλλειψιν γνησίου και φωτεινού πνεύματος, και, γενικώτερον, την απανθρωπίαν, την επικράτησιν επί του άλλου, η καλλίτερον τον αφανισμόν του μη συμφωνούντος με ημάς, την αγνόησιν της επιδημησάσης εις την γην «ουρανών ευσπλαγχνίας».
Παρακολουθούμεν έκπληκτοι το επαναλαμβανόμενον συνεχώς «δράμα της Βηθλεέμ». Διότι περί δράματος πρόκειται και όχι περί χαρμοσύνου γεγονότος, εφ᾿ όσον αγνοείται ο σπαργανούμενος εν φάτνη τη ουσία αφανής Θεάνθρωπος, και το δημιούργημά του, ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζεται ως εικών του Θεού, αλλ᾿ υπολογίζεται ως εικών του «πολιτισμένου κόσμου».
Η Αγία Ορθόδοξος Εκκλησία μας και η θεολογία της διδάσκουν ότι τόσον ο ζων άνθρωπος όσον και το νεκρόν ανθρώπινον σώμα αξιούνται του αναλόγου σεβασμού, διότι εγένοντο σκήνωμα του πνεύματος του ανθρωπίνου, το οποίον εξήλθεν εκ της πνοής του Θεού τετιμημένον και καλόν λίαν. Όθεν, διά να μη καταντήση η κοινωνία μας, «ο άνθρωπος διά τον άνθρωπον λύκος», κατά το αρχαίον λόγιον, οφείλομεν όλοι να εντείνωμεν τας προσπαθείας μας διά την αποφυγήν της επεκτάσεως και διά τον εκμηδενισμόν των εσχάτως πολλαπλασιαζομένων ραγδαίως περιπτώσεων εξευτελιστικής συμπεριφοράς προσώπων προς πρόσωπα και ωργανωμένων ομάδων προς άλλας ομάδας.
ετά πολλής συνοχής καρδίας και βαθείας θλίψεως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και η ημετέρα Μετριότης παρακολουθούμεν τα οσημέραι ογκούμενα κύματα ταύτα βίας και βαρβαρότητος, τα οποία εξακολουθούν να μαστίζουν διαφόρους περιοχάς του πλανήτου μας, και ιδιαιτέρως την Μέσην Ανατολήν, και μάλιστα τους γηγενείς εκεί χριστιανούς, με προσχήματα συχνάκις θρησκευτικά.
Δεν θα παύσωμεν δε να διακηρύττωμεν από του Ιερού τούτου Κέντρου της Ορθοδοξίας προς πάντας, τους αδελφούς Προκαθημένους των Ορθοδόξων και των λοιπών Χριστιανικών Εκκλησιών, τους εκπροσώπους των Θρησκειών, τους Αρχηγούς Κρατών, προς πάντα άνθρωπον καλής θελήσεως, μάλιστα δε προς τους κατόπιν υποκινήσεων ή μη θέτοντας την ιδίαν ζωήν αυτών εις κίνδυνον διά να αφαιρέσουν ανθρωπίνους ζωάς συνανθρώπους – δημιουργήματα και αυτά του Θεού-, και προς πάσαν κατεύθυνσιν, ότι ουδεμία είναι δυνατόν να υπάρξη μορφή αληθούς και γνησίας θρησκευτικότητος η πνευματικότητος άνευ αγάπης προς το ανθρώπινον πρόσωπον.
Οιοδήτι ιδεολογικόν, κοινωνικόν η θρησκευτικόν μόρφωμα περιφρονεί τον κατ᾿ εικόνα Θεού πλασθέντα άνθρωπον και διδάσκει η επιτρέπει τον μαζικόν θάνατον συνανθρώπων μας, μάλιστα δε με βάναυσον και πρωτόγονον τρόπον, ουδεμίαν ασφαλώς έχει σχέσιν με τον Θεόν της αγάπης.
Στρέφοντες, αδελφοί και τέκνα, τους οφθαλμούς μας εις το παγκόσμιον γίγνεσθαι, αποστρέφομεν το πρόσωπόν μας εκ των θλιβερών γεγονότων μισαλλοδοξίας και εχθρότητος, τα οποία μαστίζουν την ανθρωπότητα μέχρι σήμερον και φθάνουν πλέον, διά των συγχρόνων μέσων γενικής επικοινωνίας, ευχερέστερον εις τας ακοάς και την όρασίν μας και προκαλούν τρόμον διά τα επερχόμενα δεινά, και προβάλλομεν την ισχυράν κληρονομίαν-αντιβίωσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς θεραπείαν των διαφόρων απογοητεύσεων και βαρβαροτήτων. Η αντιβίωσις και το αντίδοτον εις την σύγχρονον αυτήν βίαν είναι όχι τα «σκήπτρα και οι θρόνοι» αλλά η καταπλήξασα τους μάγους και τον κόσμον «εσχάτη πτωχεία» του Θεού, η οποία ενεργεί πάντοτε ως αυτοαγάπη. Αυτή είναι η μυστική δύναμις του Θεού, η μυστική δύναμις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η μυστική δύναμις του γένους των χριστιανών. Η δύναμις η οποία νικά και υπερβαίνει διά της αγάπης την κάθε είδους βίαν και τας επαναστάσεις της ανθρωπίνης σαρκός.
Ούτως αποτιμώντες κατά τα εφετεινά Χριστούγεννα την κατάστασιν των ανθρωπίνων πραγμάτων, ευχόμεθα όπως βιώσωμεν οι πάντες την χαράν του απολύτου σεβασμού της αξίας του προσώπου, του συνανθρώπου, και την παύσιν της πτωτικής βίας, την νίκην επί της οποίας διά της αγάπης δηλοί ο σάρκα λαβών «Πατήρ και Άρχων του μέλλοντος αιώνος, ο καλούμενος μεγάλης Βουλής Άγγελος• ούτος ισχυρός Θεός εστι και κρατών εξουσία της κτίσεως».
Αυτού του τεχθέντος και ενανθρωπήσαντος Κυρίου της δόξης, της ειρήνης και της αγάπης η Χάρις και το άπειρον Έλεος και η ευδοκία είησαν μετά πάντων.
Χριστούγεννα ,βιδ΄
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως