Με την πρέπουσα εκκλησιαστική τάξη τελέσθηκε η Ακολουθία του Επιταφίου Θρήνου στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καστοριάς, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ.
Κλήρος και λαός έψαλλαν τα εγκώμια προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ενώ στη συνέχεια λιτανεύθηκε ο Επιτάφιος του Ναού μέχρι την πλατεία Ομονοίας, όπου έγινε και η συνάντηση με τον Επιτάφιο του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου.
Στον χαιρετισμό του ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στην ευλογημένη βραδιά του Επιταφίου Θρήνου η οποία γεννά μέσα μας ένα αμείλικτο ερώτημα. Εμείς ζητάμε τον Θεό; Και συνέχισε ο Επίσκοπος της Καστοριάς λέγοντας πως αυτός που στερείται τα πάντα, αλλά έχει τον Χριστό, δεν του λείπει τίποτε. Αυτός όμως που δεν έχει τον Χριστό, ακόμη κι αν τα έχει όλα στην ζωή του, τότε δεν έχει απολύτως τίποτε. Δεν έχει χαρά, δεν έχει ειρήνη, δεν έχει κι όλες τις άλλες ευλογίες του Θεού. Και σημείωσε χαρακτηριστικά πως σήμερα απελπισμένοι, ζητάμε ξένες δυνάμεις να μας βοηθήσουν.
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ στη συνάντηση των Επιταφίων :
Καί πάλι, αδελφοί μου αγαπητοί, μέσα στο κατανυκτικό κλίμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας ζήσαμε τα Άχραντα Πάθη του Κυρίου μας. Η λατρεία της Εκκλησίας μας, τα ιερά κείμενα και η απαράμιλλη υμνογραφία μας βοήθησαν να τα προσεγγίσουμε όχι συναισθηματικά ή ηθικά, αλλά θεολογικά και θεραπευτικά.
Καί απόψε, αυτήν την ευλογημένη βραδυά, κρατώντας στα χέρια μας τις αναμμένες λαμπάδες:
που είναι σύμβολα των αρετών μας που αποκομίσαμε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής,
που, είναι, ακόμη, σύμφωνα με την ζωηγόνο και ζωηφόρο Παράδοσή μας την οποία δυστυχώς ξεχάσαμε, μία ελάχιστη προσφορά στον Τριαδικό μας Θεό για τις φανερές και αφανείς ευεργεσίες Του.
Τον συνοδεύουμε στην νεκρική αυτή εκφορά, που μας θυμίζει Ανάσταση, αφού αυτή η Ακολουθία είναι το προζύμι για το πρόσφορο στην αναστάσιμη Θεία Λειτουργία. Είναι η προσκομιδή, όπως έγραφε ένας Ιεράρχης του Φαναρίου, στο μεγάλο πανηγύρι της ζωής ενάντια στον θάνατο και την φθορά.
Καί αυτή η βραδιά, η τόσο συγκινητική και συγκλονιστική, με την χαρμολύπη, που είναι έκφραση του Σταυρού και της Αναστάσεως, έχει να μας θυμίσει πολλά που είναι σωτήρια για τον καθένα μας.
Πρώτον. Αυτή η βραδιά μας θυμίζει μία άλλη όμοια μέσα στην καρδιά του χειμώνος, εκεί στην μακρινή Βηθλεέμ, όταν ο Ξένος απ’ τον ουρανό κατέβηκε στην γη μας, σ’ εμάς τους ξένους από την Θεότητα και τους γυμνούς από την χάρη Του. Τότε ένας άλλος Ιωσήφ χτυπούσε τις πόρτες των κατοίκων της Βηθλεέμ, μα κυρίως τις καρδιές των ανθρώπων, για να φιλοξενήσουν αυτόν τον Ξένο. Καί η διαπίστωσις οικτρά : «ουχ ευρέθη τόπος εν τω καταλύματι». Κλειστά όλα για τον Θεό. Παγωμένες οι καρδιές απέναντι στην αγάπη του Θεού.
Δεύτερον. Η αποψινή βραδιά, η έξοδος του Θεού από τον κόσμο. Τότε η είσοδος του Θεού. Σήμερα, η έξοδος του Θεού. Ένας άλλος Ιωσήφ και απόψε, ο απ’ Αριμαθαίας ευσχήμων βουλευτής, διακονεί τον Θεό. Ζητά από τον Πιλάτο να του χαρίσει αυτόν τον Ξένο:
«Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον, ξενωθέντα εν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες, θανατούσιν ως ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομεν βλέπειν του θανάτου τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον, όστις είδε ξενίζειν τους πτωχούς τε και ξένους».
Δος μου, ω ηγεμών, αυτόν τον γυμνό πάνω στο Ξύλο, για να σκεπάσω Αυτόν που σκέπασε την γυμνότητα της δικής μου φύσης.
Δος μου αυτόν τον νεκρό, μαζί και Θεό, για να καλύψω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Γιά έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που προδόθηκε από μαθητή, που εγκαταλείφθηκε από φίλους. Γιά έναν νεκρό σε εκλιπαρώ, καταδικασμένο από όλους αυτούς που ο ίδιος ελευθέρωσε, έθρεψε και γιάτρεψε.
Τρίτον. Αδελφοί μου, αυτή η βραδιά μας γεννά μέσα μας και ένα αμείλικτο ερώτημα. Εμείς ζητάμε τον Θεό;
Γιατί, αυτός που στερείται τα πάντα, αλλά έχει τον Χριστό, δεν του λείπει τίποτε. Αυτός όμως που δεν έχει τον Χριστό, ακόμη κι αν τα έχει όλα στην ζωή του, τότε δεν έχει απολύτως τίποτε. Δεν έχει χαρά, δεν έχει ειρήνη, δεν έχει κι όλες τις άλλες ευλογίες του Θεού.
Καί το πρόβλημά μας σήμερα είναι ότι: μας έμαθαν να κινούμαστε, όχι γύρω από τον Χριστό, όχι γύρω από τον Θεάνθρωπο, αλλά γύρω από τον ανθρωποθεό. Μας δίδαξαν να βλέπουμε, όχι το φως του προσώπου Του, αλλά την σάρκα, το χρήμα, το συμφέρον, την ιδιοτέλεια. Μας έπεισαν, ακόμη, πως η ζωή μας τελειώνει στον τάφο, πως δεν υπάρχει η αιωνιότητα, ούτε αυτό που ονομάζεται Βασιλεία των Ουρανών. Μας απέκοψαν, επίσης, από την ζωογόνο Παράδοσή μας και από την πηγή της ζωής, που είναι η μητέρα μας Εκκλησία με τα θεοσύστατα Μυστήριά της.
Καί τώρα, την εσχάτη αυτή ώρα, κατατρεγμένοι, απελπισμένοι, ανυπόληπτοι στα μάτια των ισχυρών, ζητάμε ξένους ανθρώπους να μας βοηθήσουν. Ξένες δυνάμεις να σηκώσουν ένα μικρό βάρος από τον πονεμένο λαό μας που στενάζει καθημερινά. Ξεχνάμε, όμως, πως όλοι αυτοί μας βλέπουν από ένα διαφορετικό οπτικό πρίσμα.
Τώρα, που πολλές φορές μας κυριεύει η απελπισία, που γύρω μας κυριαρχεί η ανατριχίλα του θανάτου · τώρα, που μας βασανίζει η ολιγοπιστία · τώρα, που απουσιάζει η χαρά, η αλήθεια και η ειλικρίνεια από τα πρόσωπα και τις καρδιές μας, τώρα χρειάζεται να χτυπήσουμε, όχι ανθρώπινες πόρτες, αλλά την πόρτα του Θεού.
Τώρα μας χρειάζεται να ζητήσουμε, όχι από έναν θνητό άρχοντα, αλλά από τον ίδιο τον Θεό της αγάπης, του ελέους και της φιλανθρωπίας, να μας δωρίσει αυτόν τον Ξένο, που είναι ο Χριστός. Να Τον βάλουμε, όχι σε ένα μνημείο, ούτε σε ένα ερμάριο του σπιτιού μας και να Τον χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν όποτε θέλουμε στην ζωή μας, αλλά να Τον τοποθετήσουμε στον θρόνο της καρδιάς μας, εκεί που είναι ο χώρος της συναντήσεως με τον Θεό.
Δος μοι τούτον τον ξένον, που είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής του γένους των ανθρώπων.
Δος μοι τούτον τον ξένον, για να γίνει και πάλι «ο πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς».
Δος μοι τούτον τον ξένον, για να ζήσουμε όλοι μας στην απέραντη Βασιλεία Του.
Αυτό εύχομαι απόψε, αδελφοί μου, σε όλους μας: Να βρούμε αυτόν τον Ξένον, να Τον κάνουμε κτήμα μας, ώστε να αλλάξει πραγματικά η ζωή μας. Καί θα Τον βρούμε στην ζωή της Εκκλησίας μας και στο πρόσωπο του άλλου, του διπλανού μας του ξένου.
Αυτό εύχομαι και σε όλους που έφθασαν εδώ στην καστρούπολη της ελληνικότατης Μακεδονίας μας, εδώ στην βυζαντινή πόλη μας, με τους ατίμητους θησαυρούς της, με την λαμπρή ιστορία της, τον πολιτισμό της και κυρίως την εμμονή της στην Παράδοσή μας. Εδώ που η κανδήλα της Παναγίας της Μαυριώτισσας, της Καστριώτισσας και της Φανερωμένης, της Κλεισούρας και της Γραμμουστιανής, της Γοργοϋπηκόου και της Πορφύρας, της Πορταίτισσας και της Ελεούσας, της Κυράς των αγγέλων και της Βλαχέρνας, η κανδήλα στον τάφο της Οσίας Σοφίας της Κλεισούρας, παραμένει πάντα άσβεστη, ακοίμητος σαν την Μονή των Ακοιμήτων. Στο λάδι της οποίας προστίθενται τα δάκρυα και οι αγωνίες αυτού του λαού, το αίμα και οι μαρτυρίες των ηρώων της πίστεώς μας.
Αν, αδελφοί μου, αυτό το Πάσχα, ανακαλύψουμε αυτόν τον Ξένο, θα είναι το καλύτερο Πάσχα της ζωής μας·
θα είναι η πιο όμορφη στιγμή που θα μας χαρίσει ο Θεός·
θα είναι η θέα του Θεού, η θέα του Φωτός, η βίωση της αληθινής ζωής.
Σας το εύχομαι μέσα από την καρδιά μου.
Καλή Ανάσταση, αδελφοί μου. Καλή συνάντηση αύριο το βράδυ στο μυστικό τραπέζι και στο ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας, με νυμφίο και προεστώτα της πανηγύρεως τον Αναστάντα Κύριό μας. ΑΜΗΝ.
{youtube}NCaAFOe0lPM|400|350|0{/youtube} {youtube}his3L7z6g7g|400|350|0{/youtube}