τοῦ Μητροπολίτου Καστορίας Καλλινίκου
Τό παρόν κείμενο ἀποτελεῖ ἀνάπτυξη κηρύγματος πού εἶχα κάνει ὡς Ἱεροκήρυκας σέ Κατανυκτικό Ἑσπερινό στήν Ναύπακτο.
Τό ἀναδημοσιεύω σήμερα, ἑορτή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, πρός τιμήν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου Πατριάρχου.
Πίσω ἀπό τόν θαυμάσιο βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, πού ἐντυπωσίασε ἀνθρώπους καί ἀγγέλους, πίσω ἀπό θεολογικές εὐχές καί θαυμάσιους ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας, πίσω ἀπό τόν ἀγώνα τῶν Ὀρθοδόξων κατά τῶν μονοθελητῶν καί ἄλλων αἱρετικῶν τοῦ 6ου καί 7ου μ..Χ. αἰώ., πίσω ἀπό τό εὐεργετικό γιά τούς Ὀρθοδόξους Ρωμηούς καθεστώς τῶν ἱερῶν Προσκυνημάτων καί τοῦ Παναγίου Τάφου, βρίσκεται ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος σέ ὅλη του τήν ζωή ἀναζητοῦσε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἐφάρμοζε πάσῃ θυσίᾳ, παρά τόν κυκεώνα τῶν ἱστορικῶν γεγονότων μέσα στόν ὁποῖον ἔζησε. Καί ὁ Χριστός τόν ἀντάμειψε δίνοντάς του πλούσια τήν εὐλογία Του.
Στόν μεγάλο αὐτόν Ἅγιο καί στά ὅσα τόν ἀναδεικνύουν «Φύλακα τοῦ Παναγίου Τάφου» θά ἀναφερθοῦμε κατωτέρω, μέ συντομία μέν, ἀλλά μέ σεβασμό καί εὐγνωμοσύνη γιά τά ὅσα προσέφερε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τά πρῶτα του χρόνια καί ἡ ἀφιέρωσή του
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε τό 550 μέ 560 μ.Χ. στήν Φοινίκη τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, κοντά στήν Δαμασκό, ὅπου σπούδασε καί ἔλαβε ζηλευτή μόρφωση ὥστε σέ ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν νά εἶναι ἕνας ἄριστος δάσκαλος τῆς ρητορικῆς καί νά λάβη τό προσωνύμιο τοῦ σοφιστῆ.
Στήν μικρή αὐτή ἡλικία τῶν 20-25 ἐτῶν, ὁ πολυτάλαντος νέος, σπεύδει γιά «μεταπτυχιακές» καί «διδακτορικές» σπουδές στά μεγάλα «ἐρευνητικά κέντρα» τῆς ἐποχῆς. Δηλαδή, ἐγκαταλείπει τόν κόσμο καί ἐγκαταβιώνει στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας, ἀναζητώντας ἀνθρώπους πού εἶχαν γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἔκαναν ἔρευνα πάνω στήν τελεία ἐφαρμογή τοῦ Εὐαγγελίου, μέ σκοπό τήν γνώση τῶν ἀθεάτων μυστηρίων. Ἐγκαταβιοῖ ἀρχικά στήν νέα Λαύρα τοῦ ἁγίου Σάββα κοντά στόν Ἱερομόναχο Ἰωάννη Μόσχο, ὁ ὁποῖος θά γίνη καί Πνευματικός Πατέρας, ἀλλά καί ἀδελφός καί συνασκητής καί συνοδοιπόρος. Μαζί θά ταξιδεύσουν καί θά ἐπισκεφτοῦν τίς φημισμένες μοναχικές κοινότητες τῆς Αἰγύπτου καί τοῦ Σινᾶ μαζεύοντας τό ἄγριο μέλι τῶν ἐρημιτῶν.
Ἀργότερα ὁ Ἰωάννης Μόσχος θά συγγράψη τό περίφημο Λειμωνάριο, μία ἀνθολογία ἀπό ἱστορίες τῆς ἐρήμου πού ἀπετέλεσε πολύτιμο ἀνάγνωσμα τῶν Ρωμηῶν μέχρι τίς ἡμέρες μας, καί θά ἀφιερώση αὐτό τό θαυμάσιο πόνημα στόν μαθητή καί συνοδοιπόρο του Σωφρόνιο, τόν ὁποῖο ὀνομάζει ἀρκετές φορές στίς διάφορες ἱστορίες «Σωφρόνιος ὁ σοφιστής».
Στό ταξίδι τους αὐτό ὁ μοναχός Σωφρόνιος ἀσθένησε μέ ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν. Προστρέχει ὅμως στό ξακουστό θεραπεῖο-ἰατρεῖο τῶν ἁγίων Ἀναργύρων Κύρου καί Ἰωάννου στό Ἀμπακύρ –ἀπό τό Ἀββᾶς Κῦρος– στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου καί θεραπεύεται μέ τήν θαυματουργική ἐπέμβαση τῶν ἁγίων. Γεμάτος εὐγνωμοσύνη θά συγγράψη ἀργότερα ἐγκώμιο στούς ἁγίους Κύρο καί Ἰωάννη τούς Ἀναργύρους, στό ὁποῖο θά ἐξιστορήση τόν βίο τους ἀλλά καί θά καταγράψη δεκάδες θαύματά τους πού ἄκουσε ἤ καί εἶδε ὅσο ἔμεινε στό ἰατρεῖο-Ναό τους.
Ἔπειτα, τό ἔτος 594 οἱ δύο συνασκητές βρίσκονται στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, ὅπου ὁ Σωφρόνιος κείρεται μοναχός.
Ἐδῶ πιθανῶς ὁ ἅγιος συνέγραψε τό ἐγκώμιο στούς ἁγίους Ἀναργύρους, ἀπό τό ὁποῖο θά χρησιμοποιήσω τούς καταληκτικούς ἀφιερωματικούς στίχους, πού ἀποτελοῦν καί αὐτοβιογραφία τῆς μέχρι τότε ζωῆς του, ἀλλά καί δείχνουν τήν καλλιέργειά του καί τήν ποιητική εὐαισθησία του. Γράφει ὁ ἅγιος, βεβαίως σέ ποιητική ὁμηρική γλώσσα, τά ὁποῖα ἐδῶ παρουσιάζονται σέ μετάφραση, προφανῶς μέ μειωμένη λογοτεχνική ἀξία λόγῳ τῆς μεταφορᾶς:
«–Ποιός ἔγραψε αὐτά; –Ὁ Σωφρόνιος.
–Ἀπό ποῦ; –Ἀπό τήν Φοινίκη.
–Ἀπό ποιό μέρος τῆς Φοινίκης; –Τῆς Λιβανοστεφάνου.
–Καί ἀπό ποιά πόλη; –Ἀπό τήν ξεχωριστή ἀπό τίς ἄλλες, τήν Δαμασκό.
–Ζοῦνε οἱ γονεῖς; –Ὄχι· πέθαναν καί οἱ δύο.
–Πές μου τά ὀνόματά τους;
–Ἡ μέν μητέρα λεγόταν Μυρῶ, ὁ δέ πατέρας ἐκαλεῖτο Πλύνθας.
–Εἶχε γάμο (ὁ Σωφρόνιος ἐννοεῖται) γλυκερό καί ἀγέλη παιδιῶν;
–Οὔτε γάμο οὔτε παιδιά ἀπόκτησε ποτέ, εἶναι ἄζυγος.
–Σέ ποιά γῆ μόνασε καί σέ τίνος τό μοναστήρι;
–Σέ θεοδόχο γῆ καί στά βουνά τῶν Ἱεροσολύμων, στήν μάνδρα τήν μεγάλη τοῦ Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου.
–Καί τίνων χάρη τελείωσε καί συνέθεσε αὐτόν τόν θαυμάσιο ὕμνο;
–Γιά τόν Κῦρο καί τόν Ἰωάννη, τούς θειονόες μάρτυρες.
–Καί γιατί ἔκανε τόσο κόπο γιά τό δημιούργημα αὐτό τῆς διανοίας του;
–Γιατί καί αὐτοί ἔδωσαν τήν θεραπεία στά ἄρρωστα μάτια του.
Στόν Κῦρο πού ἔλαβε πανυπέρτατα μέτρα θεραπευτικῆς δυνάμεως,
καί σέ αὐτόν τόν Ἰωάννη, τούς θεσπέσιους μάρτυρες,
ὁ Σωφρόνιος θεραπευμένος ἀπό ἀρρώστια τῶν βλεφάρων πού προκαλοῦσε πόνο στήν ψυχή του,
ὡς βαΐο, ἀμείβοντάς τους, τούς ἀνέθηκε τοῦτο τό βιβλίο».
Πέρα ἀπό τά αὐτοβιογραφικά στοιχεῖα, στούς στίχους αὐτούς ἐκφράζεται ἡ καλλιεργημένη καί ἁγιόφιλη ψυχή τοῦ Σωφρονίου, πού παρά τήν μόρφωσή του ὡς ταπεινός προσκυνητής καί ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ προσῆλθε στούς ἁγίους Ἀναργύρους, πού ἦταν παρηγοριά τοῦ λαοῦ, ἔλαβε μέ πίστη τήν ἴαση καί τούς ἀντάμειψε πλέκοντας τό θαυμάσιο ἐγκώμιό τους.
Τό ἔτος 602 μ.Χ. δολοφονεῖται ὁ εὐλαβής αὐτοκράτορας Μαυρίκιος, ὁ ὁποῖος εἶχε συνάψει συμφωνία μέ τούς Πέρσες, κρατώντας τους μακριά ἀπό τά σύνορα τῆς αὐτοκρατορίας. Μετά τόν θάνατό του, οἱ Πέρσες τοῦ Χοσρόη Β΄ ἄρχισαν τίς ἐπιθέσεις στίς ἀνατολικές ἐπαρχίες, φθάνοντας μέχρι τά ὅρια τῆς Ἱερουσαλήμ.
Οἱ δύο φίλοι καί συνασκητές ἀναγκάζονται νά ἐγκαταλείψουν τήν ἀγαπημένη τους ἔρημο καί τό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου καί ἀφοῦ περιπλανήθηκαν γιά λίγο στήν Κύπρο καί τήν Σάμο, κατέβηκαν στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, λίγο πρίν τό 607.
Ἐκεῖ γνωρίζουν τόν Πατριάρχη Εὐλόγιο, μετά τόν διάδοχό του Scribo καί ἔπειτα τόν μεγάλο Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα (609-619), στόν ὁποῖον ὑποτάχτηκαν καί συνδέθηκαν μέ βαθειά ἐν Χριστῷ φιλία.
Οἱ τρεῖς εὐλογημένοι ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες συνεργάσθηκαν μέ θεῖο ζῆλο καί χριστιανική ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία. Ὁ Πατριάρχης εἶχε μιά ἀπίστευτη φιλανθρωπική δράση, πού συνδυαζόταν μέ τούς ἀνυποχώρητους ἀγῶνες του κατά τῶν μονοφυσιτῶν. Στόν ἀγώνα του αὐτόν κατά τῶν αἱρετικῶν τόν βοήθησε ὁ «σοφιστής» Σωφρόνιος μέ τήν δεινή ρητορική του ἱκανότητα καί ἡ γραφίδα τοῦ γέροντά του Ἰωάννου Μόσχου. Γινόταν μιά πραγματική μάχη στήν Αἴγυπτο, στήν ὁποία οἱ ἅγιοι αὐτοί ἄνδρες, ἐπικεφαλῆς τῶν Ὀρθοδόξων, προσπαθοῦσαν νά προστατεύσουν καί νά ἀποσπάσουν ἀπό τά χέρια τῶν αἱρετικῶν ὁλόκληρα χωριά, ὁλόκληρες Ἐνορίες, μέ τόν λόγο καί τήν διδασκαλία τους. Ἀλλά καί μέ τό παράδειγμά τους, ἀφοῦ ὁ μεγάλος Πατριάρχης πρωτοστατοῦσε στήν περίθαλψη τῶν πτωχῶν, τῶν προσφύγων ἀπό τά μέρη πού κατελάμβαναν οἱ Πέρσες καί ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πού ἔπεσαν στά χέρια τους, χωρίς νά διακρίνη σέ Ὀρθοδόξους καί μή. Μάλιστα, τήν βοήθεια πού τοῦ ἔστελναν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ὁ Αὐτοκράτορας καί ὁ Πατριάρχης, τήν μοίραζε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐξίσου σέ ὀρθοδόξους καί μονοφυσίτες. Ὅμως, τήν αἵρεσή τους δέν τήν δεχόταν καί ἔκανε ἐργώδεις προσπάθειες διά τοῦ λόγου νά τούς ὁδηγήση στήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.
Μετά τήν κατάληψη τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τούς Πέρσες (614) ἀμέτρητοι πρόσφυγες κατέκλυσαν τήν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία κινδύνευσε καί ἡ ἴδια. Ὁ Πατριάρχης πρωτοστάτησε στήν περίθαλψή τους. Γιά τόν κίνδυνο τῶν Περσῶν ὁ Σωφρόνιος καί ὁ Ἰωάννης Μόσχος ἐγκαλείπουν τήν Ἀλεξάνδρεια καί καταφεύγουν στήν Ρώμη, ὅπου ὁ Ἰωάννης Μόσχος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ, περί τό 619, ἀφήνοντάς μας παρακαταθήκη τό θαυμάσιο Λειμωνάριο, πού ἔθρεψε γενιές ἀγωνιστῶν Χριστιανῶν μέχρι τίς ἡμέρες μας, ἀλλά καί τήν ἐπιθυμία του πρός τόν Σωφρόνιο νά μεταφέρη τά ὀστᾶ του στήν Ἱερά Μονή τῆς μετανοίας τους.
Τό ἑπόμενο διάστημα, ἀπό τό 619 μέχρι τό 633 χάνονται τά ἴχνη τοῦ Σωφρονίου. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι συνέστησε τό Μοναστήρι τοῦ Εὐκρατᾶ στήν Καρχηδόνα, στό ὁποῖο περιέθαλψε τούς πρόσφυγες Μοναχούς ἀπό τά ἀνατολικά μέρη τῆς αὐτοκρατορίας.
Μεταξύ τῶν μοναχῶν πού ὑπηρέτησε καί ὡς ἡγούμενος ἦταν ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τόν Σωφρόνιο ὡς πνευματικό πατέρα του. Περίπου τριάντα χρόνια νεώτερος ἀπό τόν Σωφρόνιο, ὁ Μάξιμος (580-662) ἦταν ἀπό μιά πλούσια βυζαντινή οἰκογένεια καί μετά ἀπό μιά περίοδο στήν αὐλή ὡς αὐτοκρατορικός γραμμματέας στόν Αὐτοκράτορα Ἡράκλειο, ὁ Μάξιμος ἔφυγε καί ἔδωσε μοναχικό ὅρκο στήν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἡ περσική αὐτοκρατορία τῶν Σασσανιδῶν κατέκτησε τήν Ἀνατολία, ὁ Μάξιμος ἔφυγε γιά τήν Βόρεια Ἀφρική μέ τόν μαθητή του Ἀναστάσιο, ὅπου μπῆκαν στό μοναστήρι τοῦ Σωφρονίου κοντά στήν Καρχηδόνα. Ἦταν ἐδῶ, κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τοῦ Σωφρονίου, πού ὁ Μάξιμος ξεκίνησε τήν πορεία του ὡς θεολόγος καί πνευματικός συγγραφέας, πού ἀργότερα ἔγινε ἕνας ἀπό τούς πλέον σημαίνοντες θεολόγους καί ἀναδείχθηκε Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὀργανώνοντας τήν προηγούμενη πατερική γραμματεία σέ μιά ἐκθαμβωτική σύνθεση ὀρθόδοξης σκέψης, μαζί μέ ἐκτεταμένα αὐθεντικά κείμενα, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ βίος τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
Χάνουμε τά ἴχνη τοῦ Σωφρονίου μετά τήν ταφή τοῦ δασκάλου καί φίλου του στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου. Πιθανόν βρέθηκε στήν Ἱερουσαλήμ τό 629 γιά νά δῆ τήν ἐπιστροφή τοῦ Αὐτοκράτορα Ἡράκλειου μέ τό Τίμιο Σταυρό πού εἶχαν συλήσει οἱ Πέρσες.
Ὁ Σωφρόνιος ἐπανεμφανίζεται καί πάλι στά χρονικά τό 633, ὅταν ταξιδεύη στήν Ἀλεξάνδρεια καί τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά πείση μέ τήν ρητορητική του τούς ἀντίστοιχους Πατριάρχες καί τόν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο νά ἀποκηρύξουν τόν Μονοθελητισμό. Ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος εἶχε υἱοθετήσει τόν Μονοθελητισμό ὡς συμβιβαστική θέση μεταξύ Χαλκηδονίων καί τῶν Μονοφυσιτῶν, καί αὐτό τό δόγμα εἶχε ἀκολουθηθῆ ἀπό τούς τρεῖς ἀνατολικούς Πατριάρχες –ὁ πατριαρχικός θρόνος τῆς Ἀντιόχειας ἦταν προσωρινά κενός– καί ἀπό τόν Πάπα Ὀνώριο τῆς Ρώμης.
Δυστυχῶς, ἡ προσπάθεια ἦταν ἀνεπιτυχής, καί στήν ἐνθρόνισή του ὡς Πατριάρχη Ἱεροσολύμων τό ἀκόλουθο ἔτος, ὁ Σωφρόνιος ἦταν ὁ μόνος πατριάρχης τῆς “πενταρχίας” πού εἶχε παραμείνει Ὀρθόδοξος. Ἀμέσως μετά τήν κοίμηση τοῦ Σωφρονίου, ὡστόσο, ἡ ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων ἀνελήφθη σχεδόν μιά μονομαχία– ἀπό τόν πνευματικό υἱό καί μαθητή του, Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος τελικά διώχθηκε, ἀκρωτηριάστηκε καί ἐξορίστηκε ἀπό τούς Μονοθελῆτες, πεθαίνοντας τό 662. Στό τέλος ἡ Ὀρθόδοξη πίστη θριάμβευσε στήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 680-681.
Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Τό ἔτος 634, μετά τίς κατά τά φαινόμενα ἄκαρπες ἐπισκέψεις του στούς ἀνατολικούς Πατριάρχες καί τόν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο νά τούς ὠθήση νά ἀποκηρύξουν τόν Μονοθελητισμό, ὁ Σωφρόνιος καλεῖται σέ ἡλικία ἄνω τῶν ὀγδόντα ἐτῶν στήν μεγαλύτερη ἀποστολή τῆς ζωῆς του ἀλλά καί σέ μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἀποστολές πού θά μποροῦσε νά ἀναλάβη ποτέ ἄνθρωπος. Καλεῖται δέ στήν ἀποστολή αὐτή ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας Του: Ὁ Σωφρόνιος ἐκλέγεται Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ὅταν ἡ ἁγία Πόλη κινδυνεύη νά πέση στά χέρια τῶν βαρβαρικῶν ἀραβικῶν φυλῶν, πού μετά τόν θάνατο τοῦ Μωάμεθ ξεχύθηκαν νά κατακτήσουν τήν δύση μέ τό σπαθί καί φωτιά. Καί αὐτήν τήν φορά ἡ πτώση της σέ ἀλλόθρησκους ἐχθρούς θά ἦταν παντοτινή.
Ὅταν ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀνέρχεται στόν θρόνο τῆς Ἁγίας Πόλης, συγγράφει μιά θαύμασια Συνοδική Ἐπιστολή, τήν ὁποία στέλνει στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο καί στούς ἄλλους Πατριάρχες, στήν ὁποία ὁμολογεῖ τήν πίστη του.
Ἀπό τήν ἐκτενῆ αὐτή ἐπιστολή του παρουσιάζονται ἐδῶ δυό-τρία χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα.
Τό πρῶτο περιγράφει τόν βίο καί τόν τρόπο τοῦ Σωφρονίου μέχρι τήν ἐκλογή του σέ Πατριάρχη. Ἄς προσέξουμε πόσο εὐλογημένα ζοῦσε μέ ταπεινότητα καί πτωχεία:
«Στόν ἁγιώτατο πάντων καί μακαριώτατο ἀδελφό καί συλλειτουργό Σέργιο, Ἀρχιεπίσκοπο καί Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Σωφρόνιος ἀχρεῖος δοῦλος τῆς ἁγίας πόλεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας,
Ἀλίμονο! ἀλίμονο! παμμακάριστοι, πῶς τώρα εἶναι γιά μένα ἀγαπητό τό ἡσύχιο καί πολύ προσφιλέστερο ἀπό πρίν, ἀφοῦ ἀπό ἀπράγμονη ἡσυχία ἦρθα σέ τύρβη πραγμάτων καί πνίγομαι ἀπό χερσαία κύματα!
Ἀλίμονο! ἀλίμονο! θεοτίμητοι, πῶς τώρα σέ μένα εἶναι εὐχάριστο τό ἐλάχιστο, καί ἀπό πρίν ὄχι μετρίως ἡδύτερο, ἀφοῦ ἀπό τήν κοπρία καί τήν γῆ καί τήν ἄφατο καί πολλή ταπεινότητα ἀνῆλθα σέ θρόνο ἱεραρχικό. Καί βλέπω μαζί μέ αὐτά συνεζευγμένη τήν τρικυμία καί τήν τρικυμία νά ἀκολουθῆ ὁ κίνδυνος.
…
Λοιπόν, εὔλογα καί ἐγώ, μακαριώτατοι, μαζί μέ τόν πένταθλο Ἰώβ θά φωνάξω, ἐνθυμούμενος τήν μνήμη τῶν καλῶν πλεονεκτημάτων πού εἶχα προηγουμένως.
Εἶχα ζωή γαλήνια καί ἥσυχη καί ταπεινότητα πού δέν γνώριζε καμμία τρικυμία.
Ποιός νά μέ γυρνοῦσε ἕναν μήνα πίσω στίς προηγούμενες ἡμέρες μου, κατά τίς ὁποῖες ὁ Θεός μέ διαφύλαττε χωρίς θλίψη,
ὅταν φώτιζε ὁ λύγχνος Του πάνω ἀπό τήν κεφαλή μου,
καθώς ζοῦσα ζωή εἰρηνική καί ἀκύμαντη,
ὅταν μέ τό φῶς Του πορευόμουν μέσα στό σκοτάδι,
ὅταν τρυγοῦσα τούς καρπούς τῆς ἡσυχίας,
ὅταν ἤμουν γεμάτος γεννήματα τῆς γαλήνης,
ὅταν ἀπελάμβανα τούς βλαστούς τῆς ἀταραξίας,
ὅταν χαιρόμουν τά ἄνθη τῆς ἀμεριμνίας,
ὅταν ἤμουν στεφανωμένος ἀπό τά λουλούδια τῆς ἀφοβίας,
ὅταν γευόμουν τά χαρίσματα τῆς ἀπραγμοσύνης,
ὅταν ἀπολάμβανα τῆς ἐπιγείου λιτότητας,
ὅταν ὄργωνα τά αὐλάκια τῆς ἀκίνδυνης κοπρίας,
ὅταν ἔπλεα τήν θάλασσα τῆς ἀκύμαντης πτωχείας,
ὅταν χαιρόμουν τίς ὀμορφιές τῆς πτωχικοῦ σπιτιοῦ,
ὅταν ἔτρωγα τό μελίρρυτο μάννα τῆς λιτῆς τροφῆς πού μάζευμα ἀπό τό χῶμα,
τότε πού ὡς ἄλλος Ἰσραήλ φαινόμουν καί ἐγώ καί ἀπολάμβανα ἀπόλαυσης εἰρηνικῆς καί οὐρανίου χωρίς γογγυσμούς καί ἀγνώμονης γνώμης;».
Τό δεύτερο ἀπόσπασμα ἀναφέρεται στήν ὁμολογία τῆς πίστης του καί φανερώνει ἐκπληκτικά τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα:
«Ἐπειδή λοιπόν αὐτά, σοφώτατοι, ἔλαβαν τέλος γιά μένα τόν τρισάθλιον, μέ ἀνάγκη καί βία θεοφιλῶν Κληρικῶν καί εὐλαβῶν μοναχῶν καί πιστῶν λαϊκῶν, ὅλων τῶν πολιτῶν τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας πόλεως, οἱ ὁποῖοι μέ ἀνάγκασαν μέ τά χέρια τους καί μέ ἔπιασαν τυραννικά, γιά λόγους πού δέν γνωρίζω,
ἀξιώνω ἐσᾶς τούς πανίερους καί σᾶς προτρέπω, ὄχι μόνον μέ εὐχές καθαρές πρός τόν Κύριον νά βοηθήσετε ἐμένα πού βρίσκομαι μέσα στήν θάλασσα καί κινδυνεύω καί νά μέ στηρίξετε πού γονατίζω ἀπό μικροψυχίες,
ἀλλά καί μέ θεόπνευστες διδασκαλίες νά μοῦ ὁδηγήσετε τά πόδια πρός αὐτά πού πρέπει νά πράξω,
καί αὐτό ὡς πνευματικοί πατέρες καί γεννήτορές μου, ἀλλά καί ὡς ἀδελφοί καί ἔχοντες τό ἴδιο πνευματικό αἷμα μέ μένα.
Ἱκανοποιεῖστε μου λοιπόν πατρικῶς καί ἀδελφικῶς τά δίκαια αἰτήματά μου καί ἐγώ θά ἀκολουθήσω τίς ὁδηγίες σας καί θά πορευθῶ μαζί σας σέ μιά ἑνότητα, στήν ὁποία ἡ πίστη συνδέει αὐτούς πού ἔχουν τήν ἴδια γνώμη καί στήν ὁποία ἡ ἐλπίδα συνενώνει αὐτούς πού σκέπτονται εἰλικρινῶς καί στήν ὁποία ἡ ἀγάπη συνδεσμεῖ αὐτούς πού σκέπτονται κατά Θεόν. Τῶν ὁποίων τό τριπλό σχοινί, ὅταν συμπλέκεται ἀπό τίς τρεῖς αὐτές ἀρετές, οὔτε λύνεται, οὔτε κόβεται, οὔτε ἀφήνει νά χωρίζουν οἱ ἐνωμένοι, ἀλλά εἶναι ἀληθινά ἀδιάρρηκτο καί συνάγει σέ μία εὐσέβεια αὐτούς πού πλουτίζουν μέ τήν ἔνθεη πλοκή του.
Ἐπειδή ἔχει ἐπικρατήσει κάποια ἀποστολική καί ἀρχαία παράδοση, στίς ἀνά τήν οἰκουμένη ἁγίες Ἐκκλησίες, ὥστε αὐτοί πού ἀναλαμβάνουν Ἱεραρχία νά ἀναθέτουν εἰλικρινῶς πρός αὐτούς πού τούς παραδίδουν τήν Ἱεραρχία ὅλα ὅσα φρονοῦν καί ὅσα πιστεύουν, τήν ὁποία παράδοση μᾶς παρέδωσε ὁ ὑπερβολικά σοφώτατος Παῦλος, ὥστε οἱ πορεῖες νά μή πέφτουν στό κενό. Γιατί ὅλη ἡ πορεία μας γίνεται στό κενό, ὅταν ἀδικεῖται σέ κάτι ἡ πίστη.
…
Λοιπόν καί ἐμεῖς ἀκολουθοῦντες δουλικῶς αὐτήν τήν συνήθεια καί θεωροῦντες ὡς κάλλιστο νόμο κάθε τί πού οἱ παλαιότεροι ἔκαναν γιατί ἔτσι ἔπρεπε, ὅταν μάλιστα πρόκειται γιά κάτι πού μᾶς παραδόθηκε ἀπό Ἀποστόλους, γράφουμε τό πῶς ἔχουμε περί τήν πίστη.
Καί τό στέλνουμε σέ σᾶς πού ἔχετε τήν σοφία τοῦ Θεοῦ γιά νά τό δοκιμάσετε, ὥστε νά μή μετακινοῦμε ὅρια αἰώνια, τά ὁποῖα ἔθεσαν οἱ Πατέρες μας· σέ σᾶς πού ὄχι μόνον γνωρίζετε νά διακρίνετε τά δόκιμα ἀπό τά νόθα, ἀλλά καί μπορεῖτε καί ἔχετε τήν ἰσχύ νά συμπληρώνετε τά ἐλείποντα γιά τήν ἐν Χριστῷ τελεία ἀγάπη.
Λοιπόν, ἐκεῖνα θά ἔρθω νά πῶ, τά ὁποῖα ἀπό τήν ἀρχή ἔμαθα γεννημένος καί μεγαλωμένος στήν ἁγία καί καθολική Ἐκκλησία καί παρέλαβα νά φρονῶ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, καί τά ὁποῖα ἄκουσα ἀπό σᾶς καθώς κηρύττατε θεόπνευστα.
Πιστεύω, λοιπόν, μακάριοι, ὅπως ἀκριβῶς ἀπό τήν ἀρχή εἶχα πιστεύσει, σέ ἕναν Θεό Πατέρα παντοκράτορα, ἄναρχον παντελῶς καί ἀΐδιον, ποιητήν ὅλων τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων.
Καί σέ ἕναν Κύριον Ἰησοῦ Χριστό τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, πού γεννήθηκε ἀϊδίως καί ἀπαθῶς ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα· καί δέν γνωρίζει ἄλλη ἀρχή ἀπό τόν Πατέρα, ἀλλά οὔτε ἀπό κάπου ἀλλοῦ ἔξω ἀπό τόν Πατέρα ἔχει τήν ὑπόσταση· φῶς ἀπό φῶς ὁμοούσιο, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ συναΐδιο.
Καί σέ ἕνα Πνεῦμα Ἅγιο τό ἐκπορευόμενο ἀπό Θεοῦ Πατρός, τό γνωριζόμενο καί αὐτό φῶς καί Θεό καί τό ὁποῖον εἶναι ἀληθινά μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό συναΐδιο, ὁμοούσιο καί ὁμόφυλο καί τῆς αὐτῆς οὐσίας καί φύσεως, καί ὡσαύτως καί θεότητος.
Τριάδα ὁμοούσια καί ὁμότιμη καί ὁμόθρονη, συμφυῆ καί συγγενῆ καί ὁμόδοξη, πού συγκεφαλαιώνεται σέ μία θεότητα, καί συνάγεται σέ μία κοινή κυριότητα, χωρίς προσωπικῆς ἀναχύσεως καί ὑποστατικῆς ἐκτός συναιρέσεως. Γιατί πιστεύουμε Τριάδα σέ μονάδα καί δοξάζουμε μονάδα σέ Τριάδα· Τριάδα μέν ὡς πρός τίς τρεῖς ὑποστάσεις, μονάδα δέ γιά τό μοναδικό τῆς θεότητος.
… …».
Σέ ἄλλο σημεῖο ὁμολογεῖ τήν ἀφοσίωσή του στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί στίς Ἱερές Συνόδους καί ἐκφράζει μέ ἐξαιρετική δύναμη τό ἐκκλησιαστικό του φρόνημα:
«Αὐτά ἀφοῦ τά παραλάβαμε νά φρονοῦμε καί νά πιστεύουμε, σοφώτατοι, ἀπό ἀποστολικῆς καί εὐαγγελικῆς, προφητικῆς καί νομικῆς, πατρώας καί διδασκαλικῆς κηρύξεως, καί παρουσιάζοντάς τα φανερά σέ σᾶς τούς πάνσοφους χωρίς νά ἀποκρύψουμε τίποτε, εἶναι ἐπίσης ἀκόλουθο καί ἁρμόδιο, καί κατάλληλο πρός τήν παλαιά παράδοση, τίς Ἱερές Συνόδους τῶν πατρικῶν μας καί πανιέρων ἀθροίσεων νά τίς δηλώνουμε ἐγγράφως, τίς ὁποῖες ἔχουμε ὡς φωταγωγούς στίς ψυχές μας καί εὐχόμεθα νά τίς ἔχουμε αἰωνίως, ὅπως μέ αὐτές τίς ἀθροίσεις τῶν Πατέρων καί τῆς μακαρίας ζωῆς νά κοινωνήσουμε, ὡς εὐγενικά παιδιά τους καί διάδοχοι. Τέσσερεις λοιπόν μεγάλες καί ἱερές Οἰκουμενικές Συνόδους δεχόμαστε πού μελέτησαν τά ἔνθεα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας … …»
Σέ ἄλλο σημεῖο ἀπαριθμεῖ καί ἀναθεματίζει τούς αἱρετικούς. Ὄχι κινούμενος ἀπό τυφλή προσήλωση σέ κάποιες θεωρίες καί ἰδεολογίες, ἀλλά τό κάνει ἀπαθῶς, ὅπως ἕνας ἐπιμελής ἰατρός ἀπαριθμεῖ καί «ἀναθεματίζει» τίς ἀσθένειες ἤ ὅπως ἕνας προγραμματιστής καταρτίζει κατάλογο καί ἀναθεματίζει τά κακόβουλα προγράμματα.
Τέλος, παραθέτει τήν οἰκτρή κατάσταση τῶν Ἱεροσολύμων λόγῳ τῶν ἐπιθέσεων τῶν βαρβάρων καί ἐκζητεῖ τίς εὐλογίες καί τήν διδασκαλία τοῦ Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὑπερασπίζοντας τήν Ἁγία Πόλη Ἱερουσαλήμ
Ἐπιστρέφουμε στήν χειροτονία καί ἐνθρόνιση τοῦ ἁγίου Σωφρονίου στόν Πατριαρχικό θρόνο τῆς Ἁγίας Πόλης.
Ποιό εἶναι τό ἔργο τοῦ Πατριάρχη Σωφρονίου: α) Κηρύττει μετάνοια στόν λαό καί β) προσπαθεῖ μέσα ἀπό τήν κινδυνεύουσα Ἁγία Πόλη νά ἐπαναφέρη τόν Πάπα Ὀνώριο καί τούς Ἀνατολικούς Πατριάρχες πίσω στήν ὀρθόδοξη πίστη τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Ἐκτεταμένα γραπτά τοῦ Σωφρονίου γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Μονοθελητισμό αὐτή τήν στιγμή περιλαμβάνουν μιά ἀνθολογία ἀπό περίπου 600 κείμενα ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπέρ τῆς θέσης τῆς Ὀρθοδοξίας. Δυστυχῶς, τόσο ἡ ἀνθολογία ὅσο καί ἡ συνοδική ἐπιστολή ἔχουν χαθῆ, ὅπως καί τυχόν ἀπαντήσεις.
Ἤδη ἀπό τό πρῶτο ἔτος τῆς ἐνθρονίσεώς του (634) ἐμποδίζεται νά λειτουργήση τά Χριστούγεννα στόν Ναό τῆς Γεννήσεως, γιατί ἡ Βηθλεέμ καταλαμβάνεται ἀπό τούς Ἄραβες.
Τρία χρόνια ἀργότερα, τό 637, ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος ὁμιλεῖ τήν ἡμέρα τῶν Φώτων, ἔχοντας ἐπίγνωση ὅτι οἱ ἡμέρες τῆς Ἱερουσαλήμ ὡς μιᾶς χριστιανικῆς ρωμαϊκῆς πόλης εἶναι μετρημένες. Οἱ προωθούμενοι Σαρακηνοί, λέει, ἀφήνουν πίσω τους λουτρό αἱματοχυσίας, τήν καταστροφή, τόν ὄλεθρο καί, ἕνα μονοπάτι ἀπό πτώματα βορά στά ἄγρια πτηνά. Οἱ “ἄθλιοι καί μισοῦντες τόν Θεό Σαρακηνοί” καταλαμβάνουν πόλεις, καταστρέφουν τίς καλλιέργειες, καῖνε τίς πόλεις, καῖνε ἐκκλησίες, ἐπιτίθενται σέ μοναστήρια καί νικοῦν τόν Ρωμαϊκό στρατό. Ὅλα αὐτά τά θεωρεῖ ὡς τό φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν, καί ὁ ἴδιος καλεῖ τό ποίμνιό του σέ μετάνοια. Μέ τήν ἧττα τῶν Ρωμαίων (Βυζαντινῶν) στήν μάχη τῆς Yarmuk, ἡ Δαμασκός ἔχει ἐπίσης κατακτηθῆ, καί μικρή εἶναι ἡ ἐλπίδα γιά στρατιωτικές ἐνισχύσεις ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ἐπανδρώσουν τήν Ἁγία Πόλη.
Στά τέλη τῆς ἄνοιξης τοῦ 637, οἱ Μουσουλμάνοι ξεκινήσαν ἑξάμηνη πολιορκία τῆς Ἱερουσαλήμ. Τόν Νοέμβριο τοῦ 637 ὁ ἄραβας στρατηγός Ἀμπού Οὐμπάϊντα Ἴμπν ἀλ Γιαράχ (Abu Ubayda Ibn al – Jarrah), πού διεξάγει τήν πολιορκία, θέτει τό τελεσίγραφο: οἱ Ρωμηοί πρέπει νά ἐπιλέξουν ἤ τόν ἐξισλαμισμό καί τήν ἄμεση συνθηκολόγηση, συμπεριλαμβανομένης τῆς καταβολῆς τῶν ἀποζημιώσεων καί τῶν φόρων ἤ τήν λεηλασία καί τήν καταστροφή τῆς πόλης καί τῶν κατοίκων της, ἐάν ἀντισταθοῦν.
Ἡ Ἱερουσαλήμ εἶχε ἤδη καταστραφῆ κατά τήν περσική ἐπίθεση τό 614, καί μόλις ἀνακτήθηκε ἀπό τούς Ρωμαίους τό 629. Μιά ἄλλη πλήρης καταστροφή ἦταν ἀδιανόητη. Ἐξίσου ἀδιανόητο ἦταν ἡ δυνατότητα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ. Ἀκόμη καί ὡς μιά χριστιανική αἵρεση (ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός χαρακτηρίζει ἀργότερα τό Ἰσλάμ), ὁ προσηλυτισμός στό Ἰσλάμ εἶναι ἀδιανόητος. Ἡ Δαμασκός ἔχει ἤδη παραδοθῆ ἀπό τόν ἐπίσκοπό της τό 634. Ἀργότερα καί ἡ Ἀλεξάνδρεια ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Κύρο τό 641.
Κατά τήν διαπραγμάτευση τῆς συνθηκολόγησης, ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος δέν εἶχε πολλά περιθώρια. Ἔλειπαν οἱ αἰώνιες διπλωματικές ἐμπειρίες τῶν Ρωμαίων-Ἑλλήνων πού εἶχαν κάνει τούς Πέρσες ἕναν οἰκεῖο ἐχθρό καί ὁ Πατριάρχης θά μποροῦσε νά ἔχη τήν δυνατότητα νά χρησιμοποιῆ τά χαρίσματά του. Οἱ πεποιθήσεις τοῦ Ἰσλάμ ἦταν ἀκόμα σέ μεγάλο βαθμό ἀδιαφανεῖς σέ τρίτους, ἀκόμα καί ἂν ὁ Πατριάρχης σαφῶς κατανοοῦσε ποιές εἶναι οἱ διαθέσεις τῶν εἰσβολέων φανερά, ἡ κλασική του ρητορική θά εἶχε μικρή ἐπίδραση στήν ἀντιμετώπιση τῆς σχεδόν ἀναλφάβητης φυλετικῆς ἡγεσίας.
Γιά τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ἡ αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ φαινόταν μᾶλλον ὡς ἕνας πολύ μεγαλύτερος πνευματικός κίνδυνος ἀπό τό πρωτόγονο καί ἄγνωστο Ἰσλάμ. Ἄλλωστε, ἡ συνεχής ἐλπίδα ὅτι θεϊκή ἢ ἀνθρώπινη βοήθεια θά γυρίζε πίσω τούς Ἄραβες διατηρήθηκε μέχρι τήν τελευταία στιγμή, ἕως ὅτου τελικα ὁ ἐχθρός ἦταν πρό τῶν θυρῶν καί ἡ πείνα ἐπικείμενη.
Ὁ Σωφρόνιος ἦταν μόνος. Οἱ δυό μεγάλοι φίλοι τῆς ζωῆς του (ὁ Ἰωάννης Μόσχος καί ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἰωάννης) εἶχαν κοιμηθῆ, ὁ ἐπιφανῆς πνευματικός υἱός του (Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής) ἦταν μακριά, καί δέν ὑπῆρχε ἀποτελεσματική στρατιωτική ἢ πολιτική παρουσία στήν πόλη γιά νά βοηθήσουν γιά νά ἐπωμιστοῦν τήν ἀπόφαση πού ἦταν πλέον ὅλη δική του. Ἂν καί διατήρησε τήν ἰσχυρή πίστη του στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὡς ποιμένας καί ὡς ἄνθρωπος, θά πρέπει νά εἶχε μιά ζοφερή μοναξιά. Σέ κάθε περίπτωση καλεῖτο νά σηκώση μόνος του μιά ἀπόφαση μέ τεράστιο ἱστορικό βάρος.
Ποιός ἄραγε ἄνθρωπος δέχθηκε ποτέ τόση μεγάλη εὐθύνη καί τόσο μεγάλος βάρος; Εὐθύνη γιά τήν ζωή τοῦ Ποιμνίου του· εὐθύνη γιά τήν πίστη τοῦ Ποιμνίου του καί τήν αἰώνια σωτηρία του· εὐθύνη γιά τήν αὐτοκρατορία· εὐθύνη γιά τήν Ἁγία Πόλη· εὐθύνη γιά τά Πανάγια προσκυνήματα· εὐθύνη ἔναντι στήν ἱστορία· εὐθύνη γιά τήν Ἐκκλησία.
Ὅμως, ἡ σοφία καί ἡ ἁπλότητα τοῦ Πατριάρχη Σωφρόνιου καί ἡ πίστη του στό ὀρθόδοξο δόγμα τοῦ χάρισαν καί μιά σταθερότητα καί πιστότητα στόν χειρισμό τοῦ ἀπίστευτου διλήμματος· ἡ ἀπάντησή του στό τελεσίγραφο τοῦ Σαρακηνοῦ στρατηγοῦ ἦταν σαφής, χωρίς νά γνωρίζουμε πῶς κατέληξε σέ αὐτήν. Ἡ πόλη θά συνθηκολογήση, ἀλλά μόνο σέ συνεννόηση μέ τόν δεύτερο χαλίφη τοῦ Ἰσλάμ, Ὀμάρ Ἰμπν ἂλ – Khattab (634-44), προσωπικό φίλο τοῦ Μωάμεθ πού εἶχε νικήσει τήν Περσική αὐτοκρατορία τῶν Σασσανιδῶν σέ λιγότερο ἀπό δυό χρόνια.
Ἱστορικοί διερωτῶνται γιά τούς λόγους πού ὁδήγησαν τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο νά λάβη αὐτήν τήν ἀπόφαση. Πάντως, τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι ὁ Χαλίφης, μετά τήν παραλαβή τοῦ αἰτήματος τοῦ Σωφρονίου, ταξίδευσε ἀμέσως ἀπό τήν Συρία, φθάνοντας στήν Ἱερουσαλήμ μέ μιά καμήλα τόν Φεβρουάριο τοῦ 638.
Ὁ Ὁμάρ στρατοπέδευσε στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου συναντήθηκε μέ τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο. Σέ μιά καταγραφή τῆς συνάντησης, ὁ Σωφρόνιος τοῦ πρόσφερε ἕνα καθαρό χιτώνα, ἐνῶ ὁ μανδύας πού ταξίδευσε καθαριζόταν, ἕνα ἔθιμο πού συνεχίζεται μέχρι σήμερα ὡς ἕνα σημάδι φιλοξενίας τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
Ἀμέσως μετά τήν ὑπογραφή τῆς συνθηκολόγησης, οἱ δυό κατεβαίνουν τό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καί μπαίνουν στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ὁ Χαλίφης Ὀμάρ τελετουργικά ἐμφανίζεται στούς χριστιανικούς ἱερούς τόπους ἀπό τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο.
Σέ μιά ἄλλη καταγραφή τῆς ἱστορίας, τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα ἀπό τόν μορφωμένο Μελχίτη Πατριάρχη τῆς Ἀλεξάνδρειας, τόν Εὐτυχῆ Σαϊντ Ἰμπν Batriq (935-40), ὅταν ἡ πύλη τῆς πόλης ἄνοιξε, ὁ χαλίφης μπῆκε μέ τό περιβάλλον του, καί πῆγε πρῶτα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Καθώς ὁ χρόνος τῶν μουσουλμάνων γιά προσευχή πλησίασε, ὁ Χαλίφης ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά προσευχηθῆ, καί ὁ Πατριάρχης, στόν ὁποῖο τό αἴτημα δέν ἦταν οὔτε παράξενο οὔτε προβληματικό, ἀπάντησε, “… προσευχηθεῖτε στό χῶρο πού στέκεστε τώρα.” Ὁ Χαλίφης ἀπάντησε ὅτι δέν ἤθελε, οὔτε καί θά προσευχηθῆ στόν ἐπόμενο χῶρο, τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ἀντ’ αὐτοῦ βγῆκε στήν ἀνατολική πύλη καί προσευχήθηκε μόνος στά σκαλιά, λέγοντας στόν Πατριάρχη ὅτι ἂν εἶχε προσευχηθῆ στό ἐσωτερικό, οἱ Χριστιανοί θά εἶχαν χάσει τήν Ἐκκλησία μετά τόν θάνατό του,” γιατί οἱ μουσουλμάνοι θά ἔλεγαν, “ὁ Ὁμάρ προσευχήθηκε ἐδῶ.”
Ὁ Χαλίφης τότε συνέθεσε ἕνα διάταγμα, τόν περίφημο Ἀχτιναμέ τοῦ Ὀμάρ Χατάμπ, πού ἀπαγόρευε στούς μουσουλμάνους νά συγκεντρώνωνται στίς ἐκκλησίες τῆς Ἱερουσαλήμ ἢ τῆς Βηθλεέμ γιά τίς κοινές προσευχές, οὔτε θά μποροῦσαν νά κληθοῦν νά προσευχηθοῦν ἐκεῖ ἀπό ἕναν μουεζίνη. Θά μποροῦσαν νά προσευχηθοῦν σέ μιά ἐκκλησία μόνο ὡς ἄτομα. Ἕνα διάταγμα πού διέσωσε ἀνά τούς αἰῶνες τά ἱερά προσκυνήματα καί τά διατήρησε κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τῶν πνευματικῶν ἀπογόνων τοῦ Πατριάρχη Σωφρονίου, δηλαδή τῶν Ὀρθοδόξων.
Παρά τό γεγονός ὅτι δέν διασώζεται καμμιά καταγραφή τῆς συνθηκολόγησης ἢ τά συναισθήματα τοῦ Πατριάρχη γι’ αὐτήν, οἱ ἑλληνικές πηγές γιά τήν κατάκτηση τῆς Ἱερουσαλήμ τονίζουν τά πλεονεκτήματα τῶν διαπραγματεύσεων πού ἔκανε γιά τήν πόλη. Ἡ ἐπιμονή του γιά τήν συνάντηση μέ τόν Χαλίφη πρόσωπο μέ πρόσωπο πέτυχε τήν προστασία γιά τήν χριστιανική Ἱερουσαλήμ.
«Τετέλεσται»
Μέσα σέ λίγες ἑβδομάδες, οἱ σχέσεις μέ τούς Ἄραβες πῆραν μιά δύσκολη στροφή. Ἑξήντα Χριστιανοί στρατιῶτες συνελήφθησαν μετά τήν παράδοση τῆς Γάζας κατόπιν πολιορκίας, φυλακίστηκαν στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου τούς δόθηκε ἡ ἐπιλογή τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἢ τοῦ μαρτυρίου. Ἀκούγοντας γιά τά δεινά τους, ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος τούς περιποιήθηκε, τούς κοινώνησε μέ τά ἅγια Μυστήρια καί τούς ἐνεθάρρυνε πνευματικά καί μετά τήν ἐκτέλεση τῶν πρώτων ἐννέα (οἱ ἄλλοι μαρτύρησαν ἕνα μήνα ἀργότερα), ἔθαψε τά σώματά τους κάτω ἀπό ἕναν νέο Ναό πού ἔχτισε στήν μνήμη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ πρωτομάρτυρος. Ἔτσι, λίγο πρίν κοιμηθῆ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ἀξιώθηκε καί νά περιποιηθῆ καί νά ἀσπασθῆ σώματα Μαρτύρων.
Ἕνα μήνα ἀργότερα, τό Μάρτιο τοῦ 638, ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος κοιμήθηκε στήν Ἁγία Πόλη Ἱερουσαλήμ. Ὁρισμένες ἀναφορές θεωροῦν, ὄχι ἀδικαιολόγητα, ὅτι ὁ θάνατός του ἐπισπεύσθηκε ἀπό τήν θλίψη του γιά τήν παράδοση τῆς Ἱερῆς Πόλης.
Τό τέλος μιᾶς μεγάλης πορείας μέ ποικίλες ἐναλλαγές καί βιώματα: ἀπό τίς αἴθουσες τῶν Ἀκαδημιῶν τῆς ἐποχῆς στήν ἔρημο, ἀπό τόν ψαλτήρα στά ἀντιρρητικά καί δογματικά ἔργα, ἀπό τήν νοερά προσευχή στήν ὑμνολογία, ἀπό τά ἀσκητικά σπήλαια στόν Πατριαρχικό θρόνο, ἀπό τήν ζωή τοῦ μοναχοῦ στίς εὐθύνες τοῦ Πατριάρχη· μιᾶς πορείας μέ ἅγιες φιλίες καί ἕναν ἀδιάκοπο ἀγώνα γιά τήν ἁγιότητα, γιά τήν ἀκεραιότητα τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, καί γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας βρῆκε τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο πλήρη πίστεως καί ἀγάπης καί τῆς εὐλογίας τοῦ Χριστοῦ.
Συνελόντι εἰπεῖν
Ἀπό τήν σύντομη παρουσίαση τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, καί κυρίως ἀπό τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, θά ὑπογραμμισθοῦν τά ἑξῆς σημεῖα:
Ὁ Χριστός προσέβλεψε ἐπί τόν δοῦλόν του μοναχό Σωφρόνιο καί τόν ἐκάλεσε διά τῆς Ἐκκλησίας Του γιά νά τοῦ ἀναθέση τήν πιό δύσκολη ἀποστολή, σέ μιά ἡλικία πού ἄλλοι ἄνθρωποι θεωροῦνται «ξεγραμμένοι» καί περιμένουν τόν θάνατο. Ἦταν πάνω ἀπό ὀγδόντα ἐτῶν, ὅταν κλήθηκε στήν Ἱερωσύνη, Ἀρχιερωσύνη καί Πατριαρχία ἀθρόον. Κλήθηκε ἀπό τόν Χριστό, τόν Μεγάλο Ἀρχιερέα, νά γίνη Ἀρχιερέας στήν Ἁγία Πόλη τήν Ἱερουσαλήμ, λίγο πρίν χαθῆ αὐτή ἀνεπιστρεπτί ἀπό τά χέρια τοῦ Χριστιανοῦ Ρωμαίου Αὐτοκράτορος. Κλήθηκε ἀπό τόν Χριστό διά τῆς Ἐκκλησίας Του γιά νά φορτωθῆ ἕνα ἀπίστευτο ἱστορικό βάρος. Κλήθηκε ἀπό τόν Χριστό νά γίνη ὁ τελευταῖος ἀλλά συνάμα καί αἰώνιος φύλακας τοῦ Παναγίου Τάφου Του.
Ὁ Χριστός ἐξέλεξε τόν Σωφρόνιο γιά τήν ὀρθοδοξία του, τήν πιστότητά του στά δόγματα τῶν Συνόδων, τήν ἀγάπη του στήν Ἐκκλησία, στούς Πατέρες καί τούς ἁγίους ἐρημίτες, τήν ἀγάπη του στόν μοναχισμό, τήν ἀγάπη του στήν ἡσυχαστική ζωή, τήν ταπείνωσή του.
Καί ὁ Σωφρόνιος ἐξεπλήρωσε τήν ἀποστολή του, γιά τήν ὁποία τόν ἐξέλεξε ὁ Χριστός, ἀναδείχθηκε Μεγάλος Πατριάρχης τῆς Ἁγίας Πόλεως καί ἀποδείχθηκε ἀντάξιος τῆς εὔνοιάς Του. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός τόν εὐλόγησε νά εἶναι αἰωνίως ὁ Φύλακας τοῦ Παναγίου Τάφου Του.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος δέν εἶχε βέβαια τότε τήν εἰκόνα πού ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα, πού βλέπουμε τήν ἱστορία ἀπό μακριά καί μετά τήν παρέλευσή της, οὔτε αἰσθανόταν προφανῶς ὅτι ἐκτελοῦσε τήν συγκεκριμένη ἀποστολή. Ἀντιθέτως, τότε βρισκόταν σέ ἕναν πραγματικό κυκεώνα, ὅπου ὅλα γύρω του ἔδειχναν ὅτι ἔφθανε τό τέλος τοῦ κόσμου.
Μέσα σέ ἐκεῖνες τίς ἀρμαγεδονικές συνθῆκες ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔμεινε ἀσάλευτος στήν ὀρθόδοξη πίστη του, ἔμεινε πιστός στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἔμεινε πιστός στά ἴχνη τῶν φίλων του τῶν ἁγίων πού τόσο ἀγάπησε στήν ζωή του. Ζήτησε καί τοῦ δόθηκε ἡ ἄνωθεν σοφία, γι’ αὐτό καί οἱ ἀποφάσεις του ἦταν σταθερές, συνετές καί σοφές, ὄχι λόγῳ τῆς λογικῆς του, ἀλλά λόγῳ τοῦ ἐνοικοῦντος Πνεύματος, τό ὁποῖο εἶναι ὁ αἴτιος καί ὁ δωρητής καί ὁ συντηρητής τῆς ἁρμονίας.
Ὁ Χριστός μετέτρεψε ἀκόμη καί αὐτήν τήν καρδία τῶν βαρβάρων Σαρακηνῶν, πού σεβάστηκαν τόν ἁγιασμένο πολιό Ἱεράρχη καί τελικά οἱ ἴδιοι τους δημιούργησαν τίς προϋποθέσεις γιά νά προστατέψουν τά Ἱερά Προσκυνήματα ἀπό τήν δική τους βαρβαρότητα, καταρτίζοντας τόν περίφημο Ἀχτιναμέ τοῦ Ὀμάρ Χατάμπ, ὁ ὁποῖος διαφύλαξε τόν Πανάγιο Τάφο ὄχι μόνον ἀπό τούς Ἄραβες καί τούς Ὀθωμανούς, ἀλλά καί ἀπό τούς κακοδόξους καί ἑτεροδόξους «Χριστιανούς».
Φαίνεται ὡς θεϊκό σημάδι τό ὅτι παραμένουν τά Ἅγια Προσκυνήματα σέ ὀρθόδοξα χέρια, ἄν καί ἡ ὀρθόδοξη Χριστιανική Αὐτοκρατορία τά εἶχε στήν κατοχή της μόλις τρεῖς αἰῶνες, ἐνῶ δεκατέσσερεις αἰῶνες τώρα ἔχουν περάσει ἀπό τήν κατοχή δεκάδων κατακτητῶν, πού ἔτρεφαν ὄχι ἁπλῶς ἐθνικό μίσος ἐναντίον τῶν Ρωμηῶν, ἀλλά καί θρησκευτικό μίσος ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, μέ πιό ἐπικίνδυνους τούς αἱρετικούς, μονοφυσίτες, νεστοριανούς, λατίνους, κλπ., πού μέχρι σήμερα σάν θηρία προσπαθοῦν νά ἁρπάξουν τά ἅγια προσκυνήματα καί κυρίως τόν Πανάγιο Τάφο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Ἀλλά ὁ Χριστός τόν ἐνεπιστεύθη στόν δοῦλο Του Σωφρόνιο καί στούς κατά τήν πίστη ἀπογόνους του.
Κατ’ ἄνθρωπον, στόν Σωφρόνιο ὀφείλεται ἡ ὀρθόδοξη παρουσία καί λειτουργία τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καί τοῦ Παναγίου Τάφου μέχρι τίς ἡμέρες μας. Ὁ Σωφρόνιος φύλαξε τόν Πανάγιο Τάφο ἀπό τήν βεβήλωση καί ὁ Χριστός χάρισε τόν Πανάγιο Τάφο στήν δική Του Ἐκκλησία, στούς Ρωμηούς Ὀρθοδόξους, πνευματικούς ἀπογόνους τοῦ Πατριάρχη Σωφρονίου.
Αὐτό θά μποροῦσε νά εἶναι ἕνα μήνυμα καί γιά μᾶς:
Κανείς μας δέν ἔχει τίς δυσκολίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος μᾶς δίνει τό παράδειγμά του: Ἡ πιστότητα στό ὀρθόδοξο δόγμα καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἁγιοφιλία καί ἡ φιλοπατερικότητα, μᾶς διατηρεῖ ἀτρώτους καί εἰρηνικούς μέσα στίς διάφορες τρικυμίες καί ἱκανούς νά διακρίνουμε καί νά τηροῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας.
Καί κάτι τελευταῖο γιά τόν Μεγάλο αὐτόν Πατριάρχη:
Ἄν καί Μεγάλος, ἀκόμη καί σήμερα καί δοξασμένος στούς οὐρανούς κρύβεται:
Στήν μοναχική του ζωή, κρύβεται πίσω ἀπό τούς ἐρημίτες τῶν ἐρήμων τῆς Ἰουδαίας, τῆς Αἰγύπτου, τοῦ Σινᾶ, πίσω ἀπό τούς ἥρωες τοῦ Λειμωναρίου, πίσω ἀπό τόν Γέροντά του Ἰωάννη Μόσχο καί τήν ἁγία Μαρία τήν Αἰγυπτία.
Στό συγγραφικό του ἔργο κρύβεται ἐπίσης πίσω ἀπό τό Λειμωνάριο τοῦ Ἰωάννη Μόσχου καί ἀπό τόν βίο τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
Στήν φιλανθρωπία του, κρύβεται πίσω ἀπό τόν ἐπίσης μεγάλο Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα.
Στόν ἀγώνα ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, κρύβεται πίσω ἀπό τόν μέγιστο θεολόγο καί μαθητή του ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή.
Στά Ἱεροσόλυμα, τήν δική Του Ἀρχιεπισκοπή καί ἕδρα τοῦ Πατριαρχείου, κρύβεται πίσω ἀπό τήν ἁγία Μεγάλη Ἑλένη.
Καί στόν Πανάγιο Τάφο κρύβεται πίσω ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο τόν Παθόντα καί Ταφέντα καί Ἀναστάντα Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Νά ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου καί τήν εὐχή του, γιά νά ἀνήκουμε στήν παράταξή του, τήν ἡμέρα πού θά φανερωθῆ ἐν δόξῃ, ὅταν καί «ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ἡμῶν» (Κολ. γ΄, 4).
(βιβλιογραφία: Migne Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. 87, καί Mother Nectaria McLees: The Marvelous Life of Patriarch Sophronius I).