εγκύκλιος υπ’ αριθμ. 285
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
διά τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστορίας
πρός τό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς καθ’ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Μέσα στή λειτουργική μας παράδοση, ἀδελφοί μου, πού κατέχει μία ξεχωριστή θέση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καί ἡ ὁποία εἶναι ζωογόνος καί ζωηφόρος, γιορτάζουμε σήμερα τήν πάνσεπτο Κοίμηση καί τήν εἰς οὐρανούς μετάσταση τῆς Θεομήτορος.
Ἀτενίζουμε καί ἐμεῖς, μαζί μέ τούς Ἀποστόλους, τούς Προφῆτες καί τούς Δικαίους, μαζί μέ ὁλόκληρη τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τῶν οὐρανῶν, τήν πάνσεπτη μορφή της, πού ἔγινε ἡ φαεινή λυχνία τοῦ ἀύλου πυρός, τό θυμιατήριο τοῦ θείου ἄνθρακος, ἡ στάμνος, ἡ ράβδος καί ἡ θεόγραφος πλάκα, ἡ κιβωτός ἡ ἁγία καί ἡ τράπεζα τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς, ὅπως ψάλλει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Προσφέρουμε τά δικά μας ψελίσματα, πού εἶναι παρακλήσεις καί ἱκεσίες πρός τή μεγάλη Μητέρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μαζί μέ τούς πνευματοκίνητους λόγους τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ἱερῶν ὑμνογράφων, πού σέ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι μία δοξολογία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος στά πανάχραντα σπλάχνα της γιά νά θεώσει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν κάνει καί πάλι υἱό τοῦ Θεοῦ.
Ἀσπαζόμαστε μέ εὐλάβεια τίς ἐκφραστικές ζωγραφικές συνθέσεις μέ τόν ἱερό χαρακτήρα τῆς Παναγίας, ἀφήνοντας στό πανάγιο πρόσωπό της «τήν πᾶσαν ἐλπίδα» μας γιά νά τή μεταφέρει γοργά στόν πανάγιο τόκο της, γιά νά ἀποκτήσουμε ἐμεῖς οἱ ἀπελπισμένοι ἐλπίδα καί χαρά, παρηγοριά καί ἐνίσχυση, γιά νά συνεχίσουμε τήν πορεία μας πρός τόν Οὐρανό.
Καί αὐτή ἡ γιορτή μέσα στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ, μέ τόνο ὄχι πένθιμο, ἀλλά ἑορταστικό καί χαρούμενο, ἔρχεται νά μᾶς ὑπενθυμίσει μία μεγάλη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας:
«Ἐν τῇ Κοιμήσει, τόν κόσμον οὐ κατέλιπεν ἡ Θεοτόκος».
Δέν εἶναι σχῆμα λόγου ὀξύμωρο, οὔτε γράφηκε ποιητικῇ ἀδείᾳ, ἀλλά δογματική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Ὁ ὑμνογράφος, ὅπως καί ὅλοι οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας μας, θεολογεῖ ἐξυμνῶντας ἱερά γεγονότα καί πρόσωπα. Ὁμιλεῖ ὡς θεολόγος πού κατέχει πλήρως τήν ἀλήθεια μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δέν μᾶς ἄφησε ἡ Παναγία. Γιατί μέ τήν κοίμησή της βρίσκεται στήν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, πού ἐπικοινωνεῖ μέ τή στρατευομένη τῆς γῆς.
Παρακολουθεῖ μέ ἐνδιαφέρον τή ζωή καί τά προβλήματά μας καί ὑψώνει χείρας ἱκέτιδας στό Θρόνο τῆς θείας μεγαλωσύνης.
Γίνεται γέφυρα καί σκάλα, γιά νά μεταφέρει «τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν».
Σκορπίζει χαρά καί πνευματική εὐφροσύνη.
Διαλύει τά νέφη τῶν πειρασμῶν καί
μᾶς ἀνοίγει τήν πύλη τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας.
Δέν μᾶς ἄφησε ἡ Παναγία. Τό ἐπιβαβαιώνουν, ὄχι μόνον ἡ ἱστορία τῆς πατρίδας μας, πού καταγράφει ἀναρίθμητες θαυμαστές ἐπεμβάσεις τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, ἀλλά καί τά πολλά καί σύγχρονα θαύματα στή δική μας ζωή.
Ἄν ρωτήσουμε τούς ἀνθρώπους πού ἔφθασαν σήμερα στά μεγάλα ἤ στά μικρά θεομητορικά προσκυνήματα, θά μᾶς περιγράψουν θαυμαστές ἐπεμβάσεις τῆς Παναγίας. Ἄν οἱ ἴδιοι ψάξουμε στό χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, πάλι θά διαπιστώσουμε τή ζωντανή παρουσία τῆς Παναγίας σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας. Ὅλοι μας δοκιμάσαμε καί δοκιμάζουμε τή θερμή πρεσβεία της, ἀλλά καί «τοῦ ἐλέους τήν πηγή τήν ἀνεξάντλητον».
Γι’ αὐτό καί μέ ἐνθουσιασμό ψάλλουμε μαζί μέ τόν ἱερό ὑμνογράφο ὅτι: «Οὐδείς προστρέχων ἐπί σοί, κατῃσχυμένος ἀπό σοῦ ἐκπορεύεται, ἁγνή Παρθένε Θεοτόκε· ἀλλ’ αἰτεῖται τήν χάριν, καί λαμβάνει τό δώρημα, πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως».
Πόσο ὡραῖα θά γράψει καί θά ψάλλει γι’ αὐτή τή θαυμαστή ἐμπειρία πολύπαθος ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, στόν Κανόνα πού συνέταξε γιά τήν Παναγία!
«Σέ κάθε θροϊσμό καί δυσκολία, μόνο πού φωνάζω τό ὄνομά σου μέ δέος, ἀπαλλάττομαι, γιατί τέτοια εἶναι ἡ χάρις σου καί ἡ ἄμετρός σου βοήθεια». Καί ἀκόμη πώς: «Μέ τόν σάλο τῶν πειρασμῶν σέ ἐζήτησα καί σύ σταμάτησες τόν κλύδωνα καί εἰρήνευσες τόν νοῦ μου καί μοῦ χάρισες ἀσάλευτη προστασία».
Δέν μᾶς ἄφησε ἡ Παναγία. Τήν ἔχουμε μαζί μας μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, νά στέκεται «ἐν ἰματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημμένη πεποικιλμένη».
Τήν τιμοῦμε ὡς τή «μητέρα τοῦ φωτός».
Τήν μνημονεύουμε σέ κάθε Ἱερή Ἀκολουθία.
Τήν ἐγκωμιάζουμε ὡς τήν μεσίτρια τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων πρός τόν φιλάνθρωπο Θεό.
Νοιώθουμε τήν Παναγία κοντά μας, βλέποντας στίς ἱερές της εἰκόνες νά βαστάζει στήν ἄχραντη ἀγκαλιά της, ὡς λαβίδα μυστική τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου, τόν ἄνθρακα Χριστό καί νά μᾶς δείχνει μέ τό χέρι της, ὅπως τότε στήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, τόν Μονογενή της καί νά μᾶς λέγει μυστικά καί παρακλητικά: «ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε».
Γευόμαστε, βλέποντας τήν ἁγία της μορφή, τή γλυκύτητα καί τήν τρυφερότητα τοῦ προσώπου της. Ὀσφραινόμαστε τή μυστική εὐωδία τῶν ἀρετῶν της καί μέ τά φτερά τῆς πίστεως τήν αἰσθανόμαστε δίπλα μας, παράκληση στίς θλίψεις μας, ἀνάψυξη στίς λύπες, παραμυθία στούς πειρασμούς, ἀλλά καί «πρόμαχον καί σύμμαχον, καί σωτηρίαν ἐτοίμην καί ἀντίληψιν».
Τήν παρουσία της τήν νοιώθουμε ἔντονα καί ἐμεῖς πού κατοικοῦμε σ’ αὐτή τήν παναγιοσκέπαστη περιοχή, μέ τούς θρύλους καί τίς ἱστορίες, μέ τά Βυζαντινά Παρεκκλήσια καί τά κάστρα πού θυμίζουν ἡμέρες ἔνδοξες τῆς πονεμένης Ρωμηοσύνης, μέ τά Μοναστήρια πού φιλοξενοῦν τό θεῖο χαρακτῆρα τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου.
Ἡ Πορφύρα, ἡ Γοργοϋπήκοος, ἡ Πορταΐτισσα, ἡ ἀκαταμάχητος Καστριώτισσα, ἡ Κυρά τῆς λίμνης ἡ Μαυριώτισσα, ἡ Φανερωμένη καί ἡ Ὁδηγήτρια, ἡ Βλαχέρνα καί ἡ Ἐλεούσα, γίνεται, γιά τόν καθένα ἀπό μᾶς:
μοναδική ὁδηγός πρός τόν «ἐξ αὐτῆς τεχθέντα Σωτῆρα Χριστόν»,
πρόμαχος στήν πάλη «πρός τάς ἀρχάς καί τάς ἐξουσίας τοῦ σκότους»,
κυβερνήτης στήν «μέλαινα καί ζοφώδην τοῦ βίου θάλασσαν», ἀλλά καί
ἄγκυρα ἀσφαλής καί λιμάνι ἀχείμαστο.
Τήν προστασία της δεχθήκαμε τά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς καί τῆς τυραννίας. Τή βοήθειά της ἀπολαύσαμε ἐδῶ καί ἑκατό χρόνια ἐλευθερίας στό ἔνδοξο καί αἱματοβαμμένο αὐτό κομμάτι τῆς πατρίδος μας, τήν ἑλληνικότατη Μακεδονία μας, καί μάλιστα στήν ἀγκαλιά τῆς ἀρχόντισσας Καστοριᾶς, πού τά Βυζαντινά Παρεκκλήσια τήν κάνουν πραγματικά θεοφρρούρητη.
Γι’αὐτό καί τά δάπεδα αὐτῶν τῶν Ναῶν καί τά θαυματουργά εἰκονίσματα εἶναι ἀκόμη νωπά ἀπό τά δάκρυα τῶν προγόνων μας, ἐξαιτίας τῆς εὐλάβειας τήν ὁποία διέθεταν (γι’ αὐτό καί μεγαλούργησαν), ἀλλά καί μάρτυρες ἀψευδεῖς μέχρι σήμερα τῶν ἀλαλήτων στεναγμῶν καί τῆς κοινωνίας – ἐπικοινωνίας πού εἶχαν μέ τόν Τριαδικό Θεό, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας.
Γι’ αὐτό καί ἡ σημερινή γιορτή μᾶς μεταφέρει ἕνα σπουδαῖο μήνυμα:
πώς μόνο κοντά στό Θεό, μέ ἀκράδαντη πίστη,
πώς μόνο μέσα στή μάνα μας τήν Ἐκκλησία,
πώς μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν προστασία τῆς Παναγίας καί τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων μας,
θά ξεπεράσουμε τίς ὁποιεσδήποτε δυσκολίες, σέ πεῖσμα ὅλων ἐκείνων πού θέλουν μόνο νά μᾶς λυποῦνται, χωρίς νά ὑπολογίζουν ὅτι ὁ Ἕλληνας Ὀρθόδοξος ἔχει μέσα στήν καρδιά του δύο πράγματα σφικτά δεμένα: τό ΣΕΒΑΣΜΟ του στό Θεό καί τήν ΑΓΑΠΗ του στήν πατρίδα. Σέ ὅλους αὐτούς ἀπαντοῦμε μέ τά λόγια τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις· ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα».
Μαζί μας, ἀδελφοί μου, ἡ Παναγία. Μαζί μας! «Προστασία ἀκαταίσχυντος» καί «μεσιτεία πρός τόν Ποιητήν ἀμετάθετος». Ἀρκεῖ νά τό θελήσουμε. Ἀρκεῖ νά καταστήσουμε τήν ἐνθύμηση καί τήν καρδιά μας ταμεῖο καί κατοικία τῶν ἀρετῶν τῆς Θεοτόκου, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἔτσι, θά «ἐπιθυμήσῃ τοῦ κάλλους τῶν ψυχῶν» μας καί θά εἶναι μαζί μας πάντοτε. Σᾶς τό εὔχομαι αὐτό, ἀδελφοί μου καί παιδιά μου ἀγαπητά. Εὐχηθεῖτε το καί ἐσεῖς σέ μένα.
Εὐχέτης πρός τή «Θεοτόκον καί μητέρα τοῦ φωτός»
Ο Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ Σ Α Σ
Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ