Live radio
“Ένας Επίσκοπος γράφει για τη μάνα..”

Γιορτάστηκε την Κυριακή του Θωμά η εορτή της μάνας. Την τιμά η Ορθόδοξη Εκκλησία μας κατά την εορτή της Υπαπαντής. Γιορτάζουμε όμως τη μάνα καθημερινά. Αναφέρουμε το όνομά της σε κάθε στιγμή της ζωής μας, γιατί δεν υπάρχει πιο θαυμάσιο πρόσωπο από το πρόσωπο της μητέρας. «Τι μητρός θαυμασιώτερο;», θα γράψει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Για την μάνα μίλησε ο Χριστός και μέσα στην ανέκφραστη οδύνη του, την παρέδωσε στο μαθητή Του, ως το πιο πολύτιμο κειμήλιο : «Γύναι, ιδού ο Υιός σου» και στο μαθητή Του :«Ιδού η μήτηρ σου».

Το πρόσωπο της μάνας το εγκωμιάζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Άλλωστε, πίσω από μεγάλες μορφές, κρύβεται το πελώριο ανάστημα κάποιας μάνας. Γι’ αυτές θα πει χαρακτηριστικά ο ειδωλολάτρης Λιβάνιος : «αλοίμονό μας, αν οι χριστιανοί έχουν τέτοιες μανάδες!».
Και ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος, ο φωτισμένος αυτός Κληρικός, θα συμπληρώσει «Όλοι οι μεγαλοφυείς και πελώριοι άνδρες είναι δικά σας γεννήματα. Από την αφανή εστία, παρά την οποία μυσταγωγείτε, διευθύνετε κατά βούληση τον ρου της ιστορίας. Είστε βασίλισσες του λίκνου μας και των καρδιών μας».
Την μάνα, κατά το Μέγα Βασίλειο, δεν την κάνει η γέννηση, αλλά η καλή ανατροφή. Γνώρισμά της, δεν είναι το ότι μόνο φέρει παιδιά στον κόσμο, αλλά η ηθική ανατροφή των παιδιών. «Η μητέρα», συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος, «είναι φρουρός των παιδιών». Χρησιμοποιεί ως πρώτο μέσο προστασίας το καλό παράδειγμά της, τον τρόπο ζωής τον δικό της, καθώς και ολόκληρης της οικογένειάς της. Οπλίζει τα παιδιά με την μάχαιρα του πνεύματος.
Γι’ αυτό και όταν η μητέρα του φεύγει από τον κόσμο αυτό αισθάνεται την ανάγκη να επικοινωνήσει με τον επιστήθιο φίλο του, τον Άγιο Ευσέβιο Επίσκοπο Σαμοσάτων, και να του φανερώσει τον πόνο του γράφοντας τα εξής : «Τώρα, λοιπόν, ακόμη και εκείνη που ήταν η μόνη παρηγοριά στην ζωή μου, η μητέρα μου, και αυτήν την στερήθηκα εξαιτίας των αμαρτιών μου. Και να μην γελάσεις εις βάρος μου, επειδή κλαίω για την ορφανιά μου σε αυτήν την ηλικία, αλλά να με συγχωρήσεις που δεν μπορώ να υποφέρω το χωρισμό μιας ψυχής, προς την οποία δεν βλέπω τίποτα να μπορεί να συγκριθεί από αυτά που μου μένουν σε αυτόν τον κόσμο».
Γεμάτος θαυμασμό και στην ίδια συχνότητα με το Μέγα Βασίλειο και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα γράψει πως στη ζωή μας, δεν θα συναντήσουμε άλλη στοργή και αγάπη τρυφερότερη και θερμότερη, βαθύτερη και αφιλοκερδή από την αγάπη της πονετικής και φιλόστοργης μάνας. Γι’ αυτό, γεμάτος θαυμασμό, θα αναφωνήσει : «Μήτερ γλυκερή, και φίλτρον αμεμφές!» – «Μάνα γλυκειά, και αγάπη άδολη!».
Την μάνα επαινεί η χρυσή αηδόνα της Εκκλησίας, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Γι’ αυτό και θα την επαινέσει στις περίφημες ομιλίες του :
«Η μητέρα, όταν βλέπει το παιδί της να έχει πυρετό, αφού καθήσει κοντά του, όταν κατέχεται από τον πυρετό και καίγεται, πολλές φορές λέει με κλάματα στο άρρωστο παιδί : «Μακάρι, παιδί μου, να μπορούσα να είχα εγώ το δικό σου πυρετό και να καίγομαι εγώ αντί για σένα».
Και σε μια άλλη ομιλία του γράφει : «Και όσο ξύλο κι αν φάει από την μητέρα του το παιδί, αυτήν επιζητεί και από όλους αυτήν προτιμά. Κι αν ακόμη του δείξεις μια βασίλισσα με το στέμμα της, δεν την προτιμάει από την μητέρα του, που φοράει ρούχα κουρελιασμένα, αλλά θα προτιμούσε περισσότερο να ιδεί εκείνη με τα κουρέλια της, παρά τη βασίλισσα με τα στολίδια της. Γιατί το δικό του και το ξένο γνωρίζει να το διακρίνει, όχι με βάση τη φτώχεια και τον πλούτο, αλλά με βάση την αγάπη».
Ακόμη και μέσα από τις δοκιμασίες, οι Άγιοι αισθάνονταν την ανάγκη να επικοινωνήσουν με τη μητέρα τους, ακόμη κι αν βρίσκονταν πάρα πολύ μακριά. Αισθανόντουσαν θλίψη, αν κάτι συνέβαινε στο πρόσωπο αυτό. Ένα τέτοιο παράδειγμα το βλέπουμε στον πολύπαθο Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη. Όταν πληροφορείται την ασθένεια της μητέρας του γράφει προς αυτήν τα εξής συγκινητικά :
«Αν ήταν δυνατόν να μεταφέρονται δάκρυα μέσα στα γράμματα, θα πλημμύριζα αυτήν την επιστολή μου, και θα σου την έστελνα αυτές τις ημέρες. Γιατί, ειλικρινά, δεν αντέχω να ακούω τα νέα σου, και δεν εννοώ μόνο όσα μιλούν για θάνατο, αλλά και για αρρώστιες θανατηφόρες… Πώς να προχωρήσω και να ολοκληρώσω την επιστολή μου χωρίς δάκρυα; Άραγε, απέμεινε και αυτό για τη δύστυχη ζωή μου, να πληροφορηθώ και το θάνατό σου; Να θρηνήσω πάνω στο λείψανό σου; Να γράψω στίχους βλέποντας τον τάφο σου; … Και πώς υποφέρονται όλα αυτά; Εύχομαι να μη μου συμβούν».
Κι όταν η μητέρα του φεύγει από τον κόσμο αυτό, εκείνος στον επιτάφιο λόγο του αναφέρει πάρα πολύ συγκινητικά τα εξής :
«Αλλά, σεβαστή και πολυπόθητη μητέρα μου (γιατί τώρα στρέφομαι σε σένα, το γλυκό για μένα πράγμα και όνομα, το ποθητό και αγαπημένο μου θέαμα, την μητέρα και το [πνευματικό μου] παιδί, μάλλον δε αυτή που με γέννησε δυο φορές, την διπλή μητέρα μου) που μας άφησες; Πού πήγες; Πού βρίσκεσαι; Πού και σε ποιους τόπους κατασκηνώνεις; Σε ποιες επαύλεις συχνάζεις; Ποιους σπουδαίους βλέπεις; Διότι τον άρχοντα τον άρχοντα του αιώνος αυτού (τον διάβολο) ξέρω καλά ότι με τις καλές σου πράξεις τον υπερνίκησες και βρίσκεσαι εκεί όπου βρίσκεται η κατοικία όλων Αγίων που χαίρονται, εκεί που υπάρχει μουσική και χορωδία αυτών που γιορτάζουν και ευφραίνονται … Μη λησμονήσεις, λοιπόν, εμάς τα ταπεινά σου τέκνα. Μη, σε παρακαλώ. Μη, σε ικετεύω, μη λησμονήσεις το μικρό και το μεγάλο σου ποίμνιο,…».
Ασυγκίνητος μπροστά στο πρόσωπο της μάνας, δεν μένει κανείς. Ούτε τύραννοι, ούτε αυτοκράτορες, ούτε Επίσκοποι, ούτε Κληρικοί, ούτε και απλοί μοναχοί. Μέχρι και αυτός, ο περίφημος ασκητής Άγιος Συμεών, ο δια Χριστόν σαλός, που δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του και έγινε θέατρο εις τους ανθρώπους, όταν πληροφορείται την έξοδο της μητέρας του από αυτή τη ζωή, απηύθυνε την εξής χαρακτηριστική προσευχή :
«Ο Θεός, ο την θυσίαν του Αβραάμ δεξάμενος, ο την ολοκαύτωσιν Ιεφθάε επιβλέψας, ο τα δώρα του Άβελ μη βδελυξάμενος, ο διά τον Σαμουήλ τον παίδα σου την Άννα προφήτιδα αναδείξας, αυτός, Κύριέ μου, Κύριε, δι’εμέ τον δούλο σου πρόσδεξαι την ψυχήν της καλής μου μητρός. Μνήσθητι, ο Θεός, των κόπων αυτής και των μόχθων ων εις εμέ εκοπίασεν. Μνήσθητι, Κύριε, των δακρύων αυτής και των στεναγμών, ων εξέχεεν, ότε προς σε εξ’αυτής έφυγα… Μη επιλάθη, Δέσποτα, ότι ουδέ προς ώραν χωρισθήναι μου ηδύνατο και εχωρίσθη μου όλον τον χρόνον… Μη επιλάθη, δίκαιε, των διασπαραγμών των σπλάχνων αυτής, ων έσχεν τη ημέρα ότε προς σε κατέφυγα. Γινώσκεις, Κύριε, πόση αϋπνίαν εκτήσατο κατά πάσαν νύκτα μνημονεύουσα της εμής νεότητος εξότε αυτήν εγκατέλιπον. Συ οίδας, Δέσποτα, πόσας νύκτας εποίησεν άϋπνος, ζητούσα το συγκοιμώμενον αυτή πρόβατον… Μνημόνευσον, Δέσποτα, ότι την εαυτής παραμυθίαν και χαράν και αγαλλίασιν υστέρησα αυτήν, ίνα σοι τω εμώ και αυτής Θεώ και Δεσπότη των απάντων δουλεύσω. Δος αυτή αγγέλους διασώζοντας αυτής την ψυχήν εκ των πνευμάτων…».
Πότε γιορτάζει η μάνα; Σ’ αυτόν τον προβληματισμό μας απαντά με ένα θαυμάσιο ποίημα η Ναυσικά Κασιμάτη :
Ρωτώ στους δρόμους
τους ανίδεους διαβάτες:
-Παρακαλώ . . για πείτε μου,
πότε γιορτάζουν οι μάνες;
Μου δείχνουν τους τοίχους, που γεμίσανε αφίσες:
“Μια Κυριακή του Μάη. . .η γιορτή της μάνας . . .”
Και τότες,
περνούν από μπροστά μου
μαντηλοδεμένα
-αναρίθμητο πλήθος-
τα σφιγμένα πρόσωπα
των μανάδων. . .
Ε…σεις…,για πείτε μου,
ξαναρωτώ με απελπισία,
πότε και πώς γιορτάζουν οι μάνες;
Μ’ ένα πανέρι, τάχα, μοσχομπίζελα
ή μια ορχιδέα σε διάφανο κουτί;
Και κάποιος πλάι μου
κουνάει το κεφάλι
με περίσκεψη.
– Σαν βγάλουνε φτερούγες τα αετόπουλα,
κυρά μου,
π’ ολοένα μακραίνουν και δυναμώνουν…
Κάποια στιγμή τις απλώνουν..
ζυγιάζονται…
κι ορμούν για τον Ήλιο…
Τότε μόνο γιορτάζουν οι μάνες!
Έτσι μόνο γιορτάζουν οι μάνες!
Η μάνα είναι το κρύο νερό που στο ποτήρι δεν μπαίνει!
Όποιος την έχει, ας την χαίρεται κι ας την προσέχει ως κόρην οφθαλμού!
Όποιος την έχασε, ας έχει την ευχή της απ’ τον ουρανό!