Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ
Είναι παράδοση της Εκκλησίας μας όταν αναφερόμαστε στο πρόσωπο του Χριστού, να θέτουμε φυλακή στο στόμα μας κατά τον ιερό ψαλμωδό, «θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου».
Και τούτο γιατί είμαστε άγευστοι της χάριτος του Θεού και δεν διαθέτουμε συγχρόνως και την καρδιακή καθαρότητα. Εξίσου σημαντικό είναι να περιφρουρούμε το στόμα μας και τα χείλη μας όταν πρόκειται να μιλήσουμε περί του προσώπου της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αν ο Μωυσής άκουσε τη φωνή του Θεού που του έλεγε «λύσε το υπόδημα των υποδημάτων σου μπροστά στην φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτο»,πόσο μάλλον να σταθούμε και να μιλήσουμε για το πρόσωπο το οποίο ουράνωσε το γεώδες ημών φύραμα!
Γι’ αυτό και παρακαλούμε μαζί με τους αγίους υμνωδούς της Εκκλησίας μας κάθε φορά που γιορτάζουμε ένα θεομητορικό γεγονός να μας δώσουν «γλώσσαν και προφοράν και λογισμόν ακαταίσχυντον», προκειμένου να μιλήσουμε για κείνη που μας έδωσε τη δυνατότητα, κατά την έκφραση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, «ταις αισθήσεσιν οράν εν σχήματι» δηλαδή, να βλέπουμε το Μονογενή Υιό του Θεού που έγινε άνθρωπος στα πανάχραντα σπλάχνα της για να ανακαινίσει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
Κι αν ακόμα διαθέταμε την καθαρότητα των αγγέλων, την ομολογία και το αίμα των μαρτύρων, αν ακόμη ήμασταν στολισμένοι με τα δάκρυα των οσίων, δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τα μεγαλεία της, τα οποία «εποίησε αυτή ο δυνατός». Δανειζόμαστε όμως από τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας τη δική τους θεολογική εμπειρία, για να πλησιάσουμε το πρόσωπο της Παναγίας.
Πρώτον. Γράφοντας ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός για το σεπτό πρόσωπό της, την ονομάζει Κυρά.
«Πώς να σε ονομάσουμε, Κυρά μας; Με τι λόγια να σου μιλήσουμε; Με ποια εγκώμια να στεφανώσουμε το ιερό και δοξασμένο σου κεφάλι. Εσένα που δίνεις τ’ αγαθά, την πλουτοδότρα, το στολίδι του γένους των ανθρώπων, το καμάρι της κτίσης, που χάρη σε Σένα έγινε αληθινά μακάρια;»(1).
Είναι η Κυρία του ουρανού και της γης.
Είναι το πρόσωπο εκείνο το οποίο έφερε όχι απλώς την ουράνια βροχή αλλά τον Κύριο των Ουρανών.
Είναι εκείνη που σκορπίζει καθημερινά τα αγαθά της.
Είναι εκείνη που προΐσταται στη λειτουργία της πρεσβείας στο θρόνο της θείας μεγαλοσύνης.
Είναι εκείνη που στολίζει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
Είναι εκείνη την οποία προόρισε ο Πατέρας, όπως θα πει χαρακτηριστικά ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Είναι εκείνη για την οποία μίλησαν φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Είναι εκείνη στην οποία κατέβηκε η αγιαστική δύναμις του Αγίου Πνεύματος , την καθάρισε, την αγίασε και πότισε την άχραντη γαστέρα της.
Δεύτερον. Ως σκάλα την χαιρετίζει ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης που εκτείνεται από τη γη μέχρι τον ουρανό δια της οποίας κατέβηκε ο Χριστός στη γη και ο άνθρωπος ανέβηκε στον ουρανό.
Την ονομάζει βάτο, παράξενη στην όψη από την οποία φανερώθηκε άγγελος Κυρίου, μέσα στη φλόγα της φωτιάς.
Την χαρακτηρίζει πόκο που δέχθηκε το Θεό, από την οποία ανέβλυσε η ουράνιος δρόσος…κατά τον Γεδεών στην Παλαιά Διαθήκη.
Είναι η πόλις του Μεγάλου Βασιλέως.
Είναι η νοητή Βηθλεέμ από την οποία εξήλθε ο Βασιλεύς της Δόξης.
Είναι το σκιερό παρθενικό όρος, κατά τον Προφήτη Αβακούμ.
Είναι ο λυχνοστάτης που λάμπει σαν χρυσός, που έφερε το φως σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ εκείνους που κάθονταν στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου, κατά τον Ζαχαρία τον θεόπνευστο.
Είναι η πύλη η κλειστή δια της οποίας ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, έχει εισέλθει και έχει εξέλθει κατά τον Προφήτη Ιεζεκιήλ.
Είναι το όρος που δεν έχει λαξευτεί, κατά τον Προφήτη Δανιήλ (2).
Την τιμούν οι αρχάγγελοι, την μακαρίζουν οι Άγιοι, την υμνολογούν οι Πατέρες της Εκκλησίας, την μεγαλύνουν οι γενεές των ανθρώπων.
«Αι γενεαί πάσαι μακαρίζομέν σε, την μόνην Θεοτόκον».
Τρίτον. Σ’ αυτόν τον εορτασμό εδώ και χιλιάδες χρόνια συμμετέχει όλη η Εκκλησία, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Πανηγυρίζει και χαίρεται και η γραφική Καστοριά. Το σεπτό πρόσωπό της δεσπόζει ιδιαιτέρως στη θρυλική Ορεστίδα.
Είναι η Κυρά και η έφορος του τόπου.
Είναι η οικονόμος, η γιάτρισσα και η ακαταμάχητος προστασία.
Είναι η εν συμφοραίς του βίου παράκλησις και παραμυθία.
Όπου κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα του, σ’ αυτήν την ένδοξη γωνιά της γης, θα δει Ναούς αφιερωμένους στο πρόσωπό της. Αλλά και στην ενδοχώρα θα συναντήσει Μοναστήρια, με θαυματουργά εκτυπώματα του θείου της χαρακτήρα.
Τριάντα Ενοριακοί Ναοί τιμώνται στο γεγονός της Κοιμήσεως. Τρια Μοναστήρια την έχουν προστάτιδα και βοηθό. Βυζαντινά και μεταβυζαντινά παρεκκλήσια, με ιστορίες και θρύλους και θαυμαστά γεγονότα, γιορτάζουν σε ανάλογες θεομητορικές γιορτές.
Η ακαταμάχητος Καστριώτισσα (9ος αι.), σύμβολο για την Καστοριά, στολισμός και ευπρέπεια, μα πάνω απ’ όλα σκάλα για τον ουρανό.
Η Κυρά της λίμνης, η δοξασμένη και φημισμένη Μαυριώτισσα, αξιώνει τον κάθε προσκυνητή να ασπασθεί την αγία της μορφή, να πάρει την ευλογία από την θαυματόβρυτο εικόνα της που τα μεγάλα και αστραποβόλα μάτια της δείχνουν το πρόσωπο του Υιού της και τον συμβουλεύει όπως τότε στο γάμο της Κανά «ό,τι αν λέγει υμίν ποιήσατε».
Η Γοργουπήκοος του Αγίου Στεφάνου (11ος αι.), μεταφέρει τάχιστα τα αιτήματα στο θρόνο του βασιλέως Χριστού, σκορπίζοντας αφειδώς τα ελέη της μαζί με την Ελεούσα, τη Βλαχέρνα και την Εβραΐδα.
Στη ζωή του Καστοριανού προΐσταται η Οδηγήτρια, με ένα πλήθος ιερών και θαυματουργών εικόνων, οδηγούσα προς τα άνω κάθε πρόθυμο εραστή της αρετής, υποσχομένη μαζί με τη Ρασιώτισσα και τη Φανερωμένη, την άνωθεν βοήθεια, το φωτισμό και τη χάρη του Θεού.
Σεμνύνεται ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός για την θαυματουργό Πορφύρα που θυμίζει στον καθένα ξεχωριστά το αρχαίον κάλλος και τη δόξα του παλαιού Καθεδρικού Ναού της Καστοριάς, που είναι το τελευταίο απομεινάρι του.
Στολίζεται ακόμη και μεγαλύνεται από την Πορταΐτισσα και τη θαυματουργό Γοργουπήκοο.
«Ως κρίνην ιαμάτων ποικίλων», η θαυματουργός Τριχερούσα στο Ναό του Αγίου Νικάνορος, χαρίζει στον ευλαβή προσκυνητή την υγεία της ψυχής και του σώματος μαζί με την χάρη της Φοβεράς Προστασίας.
Ως στύλος πυρίμορφος και ασφαλής οδηγός σκεπάζει το Άργος Ορεστικό και οδηγεί προς το θέλημα του Υιού της η θαυματουργός Οδηγήτρια που προέρχεται από τη φημισμένη Γράμμουστα.
Ως τύπο ησυχαστού, όπως την ονομάζει την Παναγία ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, την βρίσκουμε στο ιστορικό Ζευγοστάσιο, στον περίφημο Ναό του 11ου αιώνος, να σκορπίζει γαλήνη και ηρεμία υπενθυμίζοντας την ησυχία του νοός και την αταραξία από τα πάθη και τις αμαρτίες.
Στην ιστορική και αιματοβαμμένη Κλεισούρα, η Οσία Σοφία η ασκήτρια, θα μας δείξει την θαυματουργό εικόνα της Θεοτόκου και θα μας μιλήσει για τις θαυμαστές επεμβάσεις, τις θεοσημείες και τη ζωντανή παρουσία της.
Στη Φανερωμένη της Αγίας Κυριακής, ο ευλαβής προσκυνητής θα ασπασθεί τιμητικά ελάχιστο απότμημα της παντίμου και πανακηράτου Αγίας Ζώνης και θα δροσιστεί από το θαυματουργό αγίασμα που ανέβλυσε κατά θαυμαστό τρόπο από την Παναγία.
Να γιατί ο εορτασμός της Παναγίας στην Καστοριά είναι ιδιαίτερος και συγκινητικός. Μας θυμίζει τη θεοφύλακτο βασιλεύουσα, την πόλη της Παναγίας, την πόλη της υπερμάχου στρατηγού με τα ιερά αγιάσματα, τους θρύλους, τις εμφανίσεις και τα θαυμαστά γεγονότα.
Προέκταση αυτής της θεοφύλακτης πόλης, το μικρό Βυζάντιο η Καστοριά, η πόλις της Παναγίας με την Κυρά μας την Παναγία, προστάτιδα και έφορο, για να χρησιμοποιήσω τους λόγους ενός αγιασμένου αγιορείτου Καθηγουμένου.
Στην Παναγία μας λοιπόν καταθέτουμε κι εμείς την ελπίδα μας.
Στην Παναγία που είναι το ευσκιόφυλλο δέντρο, όπως έλεγε ο Άγιος Άνθιμος της Χίου, δροσιζόμαστε και αναπνέουμε.
Στην Παναγία ακουμπάμε όλοι με τις αμέτρητες ανάγκες και τις συμφορές του βίου και αυτός που ακουμπάει στην Παναγία φτάνει με ασφάλεια στο θρόνο του Θεού.
Και αυτός που πιάνεται από το χέρι και το φόρεμα της Παναγίας, οδηγείται στον Υιό και Θεό της.
Γι’ αυτό κι εμείς σήμερα με το στόμα του ιερού υμνογράφου την υμνολογούμε, την παρακαλούμε και την ικετεύουμε…
«Καστορίας της λίμνης Κυρία πάνσεμνε, η δωρουμένη την νίκην κατά βαρβάρων ορδών, ευσεβέσι Θεοτόκε Μαυριώτισσα, πάντας αξίωσον πιστούς, θριαμβεύσαι τον εχθρόν και πέμψον σην ευλογίαν, και χάριν τοις προσκυνούσι την θαυματόβρυτον εικόνα σου».
(1) «Κοίμηση», Εκδ. Ακρίτας, Ιούλιος 1983, Αθήνα, σελ. 99-100.
(2) «Η Θεοτόκος», Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1970, σελ. 105.