Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ
Στο Επισκοπείο της Ιεράς Μητροπόλεως Καστορίας υπάρχει μια εικόνα του Δεσπότου Χριστού που χρονολογείται από τον 15ο αι. και που ονομάζεται «Βηθλεεμίτης».
Ο τίτλος αυτός δεν προέρχεται μόνο από την περίφημη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, τόπο γεννήσεως του Ιησού Χριστού, αλλά αυτός ο τίτλος υπάρχει ακόμη και στον περίφημο Μέγα Κανόνα του Αγίου Ανδρέου Επισκόπου Κρήτης, που ψάλλεται κατά την αρχαία τάξη την Πέμπτη της Ε’ Εβδομάδος των Νηστειών.
«Το του Χριστού ιατρείον βλέπων ανεωγμένον, και την εκ τούτου τω Αδάμ πηγάζουσα υγείαν, έπαθεν, πλήγη ο διάβολος, και ως κινδυνεύων ωδύρετο, και τοις αυτού φίλοις ανεβόησε, τι ποιήσω τω Υιώ της Μαρίας; Κτείνει με ο Βηθλεεμίτης, ο πανταχού παρών, και τα πάντα πληρών».
Αυτός ο Κανόνας, ο οποίος κατά τον Άγιο Ανδρέα μάς χαρίζει τρόπους κατανύξεως, έχει τα εξής χαρακτηριστικά :
Α) Μας παρουσιάζει την αμαρτία.
Στην ορθόδοξη παράδοσή μας, όπως γράφει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος, η αμαρτία δεν έχει απλώς ηθική έννοια αλλά κυρίως θεολογική.
Ο Μέγας Βασίλειος την ονομάζει αλλοτρίωση της ψυχής.
Ο θεοφόρος Ιωάννης ο Δαμασκηνός την χαρακτηρίζει αναχώρηση από το αγαθό, δηλαδή παρουσία του σκότους και απουσία του φωτός.
Άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας την ονομάζουν παρά φύσιν κατάσταση της ψυχής. Φυσική είναι η κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό ενώ η απουσία αυτής της κοινωνίας είναι η παρουσία του σκότους και άρα της αμαρτίας.
Είναι ο έτερος νόμος, κατά τον Απόστολο Παύλο, ο σκοτασμός του νου και η γύμνωση από την άφθονο χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η ένδυση, ακόμη, των δερματίνων χιτώνων που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η φθορά και η θνητότητα. Αυτό διέπραξε ο Αδάμ ως καρπό της ψευδούς θεώσεώς του, όπως μας διευκρινίζει και πάλι ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Β) Ο Μέγας Κανόνας μάς παρουσιάζει και τη μετάνοια.
Αυτό σημαίνει επίγνωση της αλλοιώσεως της φυσικής καταστάσεως της ψυχής, δηλαδή επίγνωση της αμαρτίας και άρα επιστροφή στο Θεό. Γι’ αυτό και ονόμασαν τη μετάνοια έναν ασφαλή δρόμο, που παρά τα εμπόδια, οδηγεί στην κάθαρση και εν συνεχεία στο φωτισμό και τη θέωση.
Την χαρακτήρισαν σαν μια στιγμή χάριτος που στην καρδιά του ανθρώπου έρχεται η ζωοποιός χάρις του Θεού, που φανερώνει στον άνθρωπο την φοβερή κατάσταση που επικρατεί στον ψυχικό του κόσμο και τον προετοιμάζει να επιστρέψει στο Θεό. Δεν πρόκειται για μια τυπική εξομολόγηση, την οποία κάνουμε ασυναίσθητα τις ημέρες των μεγάλων εορτών, αλλά ολοκληρωτική αλλαγή. Στροφή σε διαφορετική κατεύθυνση προκειμένου να απαλλαγούμε από τα πάθη.
Στην μετάνοια θα μας βοηθήσει η αυτογνωσία, η ταπείνωση και κυρίως το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό και ο Δαυίδ έλεγε χαρακτηριστικά «το έλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου».
Γ) Και το τρίτο που μας παρουσιάζει ο Άγιος Ανδρέας στο Μέγα Κανόνα, είναι η φιλανθρωπία του Θεού.
Ο Θεός είναι «ο αγαθός και φιλάνθρωπος», είναι «ο πλήρης αγάπης, οικτιρμών και φιλανθρωπίας», είναι Αυτός που περιμένει και αναμένει έστω και την τελευταία στιγμή την επιστροφή του πλανηθέντος προβάτου, είναι Αυτός που συγχωρεί και βραβεύει έστω και τον «της ενδεκάτης ώρας».
Σ’ Αυτόν καταφεύγουμε και Του ζητούμε το έλεός Του και τη χάρη Του.
Κι αν είμαστε Κληρικοί παντός βαθμού, αν είμαστε άρχοντες και αρχόμενοι, οποιαδήποτε θέση κι αν κατέχουμε μέσα στην κοινωνία, χρειαζόμαστε να βιώσουμε αυτή τη μετάνοια και να επιστρέψουμε με ταπείνωση και δάκρυα στο Θεό και μαζί με τον ιερό υμνογράφο να επαναλάβουμε και εμείς :
«Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν ενώπιόν σου, ουδέ συνετηρήσαμεν, ουδέ εποιήσαμεν· καθώς ενετείλω ημίν. Αλλά μη παραδώης ημάς εις τέλος, ο των Πατέρων Θεός».