Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ
Α.
Η εποχή στην οποία ζούμε διακρίνεται για την αποστασία του ανθρώπου από τον Θεό. Ο άνθρωπος έπαψε να πιστεύει στον Θεό όπως αυτή η πίστη διδάσκεται από την Εκκλησία μας, όπως μας την παρέδωσαν οι πατέρες μας, όπως την έζησαν οι πρόγονοί μας. Το αίτημα του ανθρώπου της εποχής μας είναι «απόστα απ’εμού, οδούς σου ου βούλομαι ειδέναι» (Ιώβ…). Αλλά κι εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν στο Θεό, πιστεύουν επιδερμικά και αναιμικά. Ίσως κάποιες ημέρες του χρόνου να εκκλησιαστούμε, ίσως κάποιες φορές να κοινωνήσουμε των Αχράντων Μυστηρίων, κάποιοι άλλοι να παρακολουθήσουμε στους δρόμους τη λιτανεία του Επιταφίου, ή την Ανάσταση στους αύλειους χώρους των Ιερών Ναών. Άλλοι ακόμη θα παρακολουθήσουμε κάποια μυστήρια που, δυστυχώς στις μέρες μας και με την ανοχή την δική μας, έχουν χάσει την ιερότητά τους και έχουν μεταβληθεί σε απλές κοινωνικές τελετές.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται για «την φυλακή της ατομικότητος». Από την άρνηση του ανθρώπου να επικοινωνήσει με τον Θεό και να δεχτεί στην ζωή του την παρουσία Του, φτάνει στο κλείσιμο στο άτομό του και στον εγωισμό του, με αποτέλεσμα να απουσιάζει η κοινωνικότητα και η αδελφοσύνη. Είναι τέτοια η αμαρτία, που ο άνθρωπος μεταβάλλεται από ελεύθερο πρόσωπο σε άτομο δέσμιο των παθών και κυρίως του εγωισμού του. Ο άνθρωπος από πρόσωπο γίνεται μονάδα μετρήσεως, γίνεται νούμερο. Παρόμοιες καταστάσεις έζησαν οι συνάνθρωποί μας σε εποχές ολοκληρωτισμού. Συναντούμε τέτοιες περιπτώσεις κατά την εποχή του Αγίου Λουκά στην Ρωσία. Δεν τον φώναζαν με το όνομά του, αλλά με τον αριθμό που έφερε. Αυτό θα αρχίσει σιγά σιγά να γενικεύεται και στις μέρες μας.
Στα χρόνια πού ζούμε δεν υπάρχει φιλία. Σπανίζει το φαινόμενο αυτό. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον άλλον άνθρωπο, τον συνάνθρωπο, γιατί δεν βρίσκει ανταπόκριση. Στο χάος που επικρατεί γύρω μας, επικρατεί μόνο ένας παράγων και ο οποίος ονομάζεται συμφέρον. Αν έχει συμφέρον ο άλλος, μπορεί να μας κοιτάξει, μπορεί να μας δώσει κάποια σημασία. Αν δεν έχει συμφέρον, τότε αμέσως μας απορρίπτει. Και το πιο τραγικό: το χρήμα είναι αυτό που κινεί τα νήματα της κοινωνίας και ανοίγει όλες τις πόρτες.
Έχεις χρήματα; Μπορείς στη ζωή σου να πετύχεις τα πάντα.
Δεν έχεις; Είσαι καταδικασμένος να πεθάνεις.
Έτσι ο άλλος από βοηθός, από συνάνθρωπος, πάντοτε και ιδιαίτερα στην εποχή μας, γίνεται ανταγωνιστής, εχθρός και αντίπαλος.
Ο άλλος, για τη σύγχρονη φιλοσοφία, είναι η κόλασή μου.
Ο άλλος απωθείται από την ζωή μας ως συμφορά.
Είναι ο σφετεριστής της ευτυχίας μας και η αιτία του θηρίου που ονομάζεται μοναξιά.
Και τελικά ο άνθρωπος καταντάει να είναι μόνος, να μιλάει μόνο με τον εαυτό του, ή μάλλον να παραμιλάει και να ζητά, σαν τον Διογένη τον Αθηναίο, με το φανάρι αναμμένο μέσα στο καταμεσήμερο Άνθρωπο.
Β. Ποιός είναι ο άλλος για την Εκκλησία;
Ο άλλος είναι ο αδελφός μου.
Άρα, αφού είναι αδελφός μου, τότε δεν πρέπει να υπάρχει αντίθεση και φιλονικία, ούτε ακόμη και στην περιοχή της διανοίας.
«Ου μισήσεις τον αδελφόν σου τη διανοία σου» (Λευιτικόν, 19 17)
Και όχι μόνο να μην μισήσεις, αλλά να μην καλλιεργείς ακόμη και το ψέμα εις βάρος του αδελφού σου : «μη αροτρία ψεύδος επ’αδελφώ σου –να μην καλλιεργείς το ψέμα εις βάρος του αδελφού σου» (Σοφία Σειράχ, ζ 12). Απεναντίας θα πρέπει να ανοίξεις το χέρι σου και να σταθείς βοηθός του : «Ανοίγων ανοίξεις την χείραν σου τω αδελφώ σου τω πένητι και τω επιδεομένω» (Δευτερονόμιον, 15, 11). Δηλαδή να ανοίξεις το χέρι σου και να γίνεις συμπαραστάτης στον αδελφό σου. Σ’αυτόν που είναι πτωχός και έχει την ανάγκη σου.
Ο άλλος είναι ο ίδιος ο Χριστός.
«Όσα αν ποιήσεις εις τον αδελφόν σου, εις τον δεσπότην σου διαβαίνει. Και ως αυτός ει πεπονθώς, ούτω σοι τον μισθόν λογιείται – Όσα κάνεις στον αδελφό σου λογίζονται ότι τα κάνεις στον Κύριόν σου. Και ο Κύριός σου, ευεργετούμενος τρόπον τινά, αμέσως σου λογαριάζει τον μισθό». (ΕΠΕ 17,468)
Στο πρόσωπο του άλλου συναντώ τον ίδιο τον Χριστό. Ο άλλος είναι η σωτηρία μου και από τη σχέση που έχω μαζί του εξαρτάται η είσοδός μου στη Βασιλεία των Ουρανών.
Ο ίδιος ο Χριστός στο πρόσωπο του άλλου του συνανθρώπου μου, τοποθετεί τον εαυτό Του : «εμοί εποιήσατε » (ευαγγέλιο κρίσεως). Και η εμπειρία του Αποστόλου Παύλου είναι συγχρόνως χαρακτηριστική : «μηδείς ζητείτω τα του εαυτού αλλά τα του ετέρου» (…)
Έκφραση όλων των ανωτέρω είναι και η τοποθέτηση των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας : «Ίδες τον αδελφόν σου; Ίδες Κύριον τον Θεόν σου». (Αββάς Απολλώ). Και ακόμη του καθηγητού της ερήμου Μεγάλου Αντωνίου που κάνει τον απολογισμό της ζωής του : «Ουδέποτε το εμαυτού συμφέρον προέκρινα, της του αδελφού μου σωτηρίας».
Χαρακτηριστικός ακόμη και αποστομωτικός συγχρόνως είναι ο λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου : «Και συ, αδελφέ, κι αν ακόμη μένεις νηστικός για άσκηση, και αν κοιμάσαι στη γη, κι αν τρως στάχτη και θρηνής παντοτινά, αλλά δεν ωφελείς κανέναν άλλον, τίποτε σπουδαίο δεν κάνεις». (ΕΠΕ, 18α, 122)
Γ. Πώς μπορούμε να διακονήσουμε τον άλλον;
Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού το βράδυ του Μυστικού Δείπνου, ζώστηκε το λέντιον της ταπεινώσεως και έπλυνε τα πόδια των μαθητών, διδάσκοντας συγχρόνως τον τρόπο προσεγγίσεως, οικοδομής και θεραπείας των ασθενούντων αδελφών μας : «Ει ούν εγώ ένιψα υμών τους πόδας και υμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τους πόδας…ταύτα ποιήτε». (ευαγγέλιο Μεγ. Πέμπτη εσπέρας –να μπει όλο).
Ο Χριστός δεν αρκείται μόνο σε αυτήν την πράξη της διακονίας, αλλά φτάνει μέχρι και της θυσίας του εαυτού Του στο φοβερό ξύλο του Σταυρού. Ανατρέπει, έτσι, τον δογματισμό του ανθρώπου που θέλει «να πεθάνεις εσύ, για να ζήσω εγώ». Ο Χριστός όμως χρησιμοποιεί μια άλλη λογική πέρα από την λογική των ανθρώπων : «Πεθαίνω εγώ για να ζήσεις εσύ. Όχι ο θάνατός σου, ζωή μου, αλλά ο θάνατος ο δικός μου γίνεται αιτία της δικής σου ζωής».
Αν από τον εαυτό μας δεν απορρίψουμε αυτήν την κακοδαιμονία, που δυστυχώς μαστίζει όλους μας, δυστυχώς δε και αυτούς που εκκλησιάζονται και θρησκεύουν,
αν δεν εντοπίσουμε το κακό που υπάρχει μέσα μας και δεν το θεραπεύσουμε με την αγάπη μας και τα μέσα που διαθέτει η Εκκλησία μας,
δεν πρόκειται ούτε στο πρόσωπο του άλλου να συναντήσουμε τον Χριστό, ούτε και να δούμε τον Χριστό ως αδελφό και πλησίον. Και εξαιτίας του φοβερού θηρίου του ατομισμού, δεν πρόκειται στην ζωή μας, ούτε εδώ, πολύ δε περισσότερο στη Βασιλεία των Ουρανών, να δούμε το απρόσιτο φως του Χριστού.
Και μερικά παραδείγματα…
Γνώρισα στη ζωή μου κάποια πρόσωπα που είχαν έναν δικό τους τρόπο να διακονούν τον άλλο. Έφταναν στο κρεβάτι του αρρώστου με ένα φάκελο με χρήματα, το οποίο το άφηναν διακριτικά στο μαξιλάρι του. Έκρυβαν τα διακριτικά του αξιώματός τους και σαν απλοί ιερείς βρίσκονταν στον πόνο των συνανθρώπων τους. Και όχι μόνον αυτό. Αγρυπνούσαν με το κομποσκοίνι στο χέρι για την επίλυση των προβλημάτων κάποιων «ελαχίστων αδελφών» και για την αποκατάσταση της υγείας τους.
Ένα τέτοιο παράδειγμα ενός γνησίου μαθητού της αγάπης μας αναφέρει το Αθωνικό Γεροντικό. «Ο γέρων Αββακούμ υπήρξε μαθητής της αγάπης.
Με πολλήν αυταπάρνησιν και αυτοθυσίαν εδέχθη εις το Κελλίον του και περιεποιήθη στοργικώς, επί μήνας πολλούς, νέον τινά με προχωρημένην πνευμονικήν φυματίωσιν. Εδέχθη με χαράν να τον προστατεύση. Τον παρέλαβεν εις το κελλίον του και εφρόντιζεν ως φιλόστοργος μήτηρ. Ενήστευεν αυτός, έτρεφεν όμως με κρέας και άλλας δυναμωτικάς τροφάς τον ασθενή του. Επάλεσεν σκληρώς με την ασθένεια του νέου. Ο θάνατος τον παρέλαβεν από τας στοργικάς αγκάλας του εν μετανοία και εξομολογήσει. Ολίγον πριν κοιμηθεί τον έκειρε μοναχόν, ονομάσας αυτόν Φανούριον.
Άλλοτε πάλι τον ευρήκαν μερικοί προσκυνηταί να κλαίη εις το κελλί του μόνος και όταν τον ηρώτησαν τι συμβαίνει, επληροφορήθησαν ότι μόλις προ ολίγου κάποιοι άλλοι επισκέπται του είχον ομιλήσει δια μερικά τυφλά παιδιά, που υποφέρουν εις τον κόσμον, και ο γέρων δεν ημπόρεσε να συγκρατήση τα δάκρυά του! Αγάπη αληθινή, ανιδιοτελής, έμπρακτος».
Αυτός ο «άγνωστος» άλλος, τελικά, είναι η σωτηρία μου!