Του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ
«Το στόμα σωπαίνει στη μεγάλη και φευκτέα εκείνη σιωπή, τα χείλη έκλεισαν σφικτά και δεν διηγούνται … για την κοσμιότητα του ήθους, αλλά σφίγγουν για να μη διαλυθούν … Τα μάτια άδειασαν από κάθε σταγόνα ζωής με νεκρωμένες τις βλεφαρίδες στολίζουν τα λείψανα … Όλο το πρόσωπο εξαιτίας όλων αυτών δείχνει σε όσους το βλέπουν όψη φρικτή και φοβερή … Ας σκεφθούμε ποιοι είμαστε, πώς γίναμε. Δεν είμαστε θνητοί καταγόμενοι από θνητούς; Πού είναι ο πατέρας μου, πού η μητέρα μου; Δεν έφυγαν εγκαταλείποντας πολύ γρήγορα το θέατρο και αφού έπαιξαν λίγο στη σκηνη της ζωής … Κάθε άνθρωπος είτε ασκεί εξουσία είτε είναι ιδιώτης είτε γέροντας είτε νέος είτε άνδρας είτε γυναίκα οπωσδήποτε αποκόπτεται από τη ζωή και τίποτα δεν θα διαφύγει το δρεπάνι του θανάτου». (Μεγάλου Φωτίου, Επιστολή 63, Ταρασίω πατρικίω αδελφώ, παραμυθητική επί θυγατρί τεθνηκυία, ΕΠΕ 13, 464 κ. εξ.).
Αυτόν το λόγο του θεοφόρου πατρός της Εκκλησίας Μεγάλου Φωτίου απευθυνόμενο στον αδελφό του πατρίκιο Ταράσιο ως παραμυθία για την προς Κύριο εκδημία συγγενικού του προσώπου, δενείζομαι για να καταθέσω λίγα εαρινά άνθη από τη στολισμένη Βυζαντινή Καστοριά, την αναστάσιμη αυτή περίοδο, στο νωπό τάφο του μακαριστού Γέροντος Σπυρίδωνος Μικραγιαννανίτου.
Εσίγησε το στόμα του Μοναχού εκείνου που με τη βροντώδη φωνή του έψαλλε και υμνούσε το Θεό στις πολύωρες Αγρυπνίες του Άθω και ιδιαίτερα στο Ιερό Βήμα της Αθωνικής Πολιτείας που είναι η Σκήτη της Αγίας Άννης και η Μικρά Αγία Άννα, τόπος της μετανοίας του και της ασκήσεώς του.
Έκλεισαν τα χείλη που διηγούντο με γλαφυρό τρόπο συγκινητικά γεγονότα από τα δρώμενα του Αγίου Όρους και ιδιαίτερα για τα πρόσωπα εκείνα που έζησαν στον αγιασμένο Άθωνα. Δεν θα τον ξανακούσουμε να μιλάει για τον μακαριστό Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, τον Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, τον Διονύσιο τον Πνευματικό, τον πολύκλαυστο Γέροντα Μητροφάνη και όλες εκείνες τις εξέχουσες προσωπικότητες που έκαναν τον Άθωνα ένα δεύτερο Ουρανό.
Τον Γέροντα Σπυρίδωνα τον γνώρισα στα Μοναστήρια του Άθω όταν ακόμη ήμουν λαϊκός. Συνδεθήκαμε κατά την περίοδο της Διακονίας μου και γνωρισθήκαμε ακόμη περισσότερο με τον ερχομό μου στην ακριτική Καστοριά. Περίπου τέσσερις φορές το χρόνο ο Γέροντας Σπυρίδων βρισκόταν μαζί μας στο ταπεινό Επισκοπείο, το οποίο, όπως έλεγε ο ίδιος, το θεωρούσε σπίτι του, και μας καθήλωνε κυριολεκτικά με τις ατέλειωτες διηγήσεις του και με το χιούμορ το οποίο διέθετε, πολύ δε περισσότερο με τα χαρίσματα εκείνα τα οποία τον προίκισε ο Θεός.
Διέκρινα στο πρόσωπό του τρεις βασικές αρετές, τις οποίες θέλω να καταθέσω με πολύ σεβασμό στη μνήμη του ζητώντας ταπεινά τις ευχές του από το ουράνιο Θυσιαστήριο στο οποίο και προσεδρεύει.
Πρώτον. Η πρώτη και μεγάλη αρετή του μακαριστού Σπυρίδωνος ήταν η αγάπη του στο Θεό και εν συνεχεία στην εικόνα του Θεού που είναι ο άνθρωπος. Γιατί, σαν ένας γνήσιος Μοναχός που ήταν, θεωρούσε πως όλες αυτές οι «αγάπες» του κόσμου δεν αναπαύουν αληθινά την ψυχή του ανθρώπου. «Η ψυχή» έλεγε «υποφέρει όταν βρίσκεται μακρυά από το Θεό, όπως ακριβώς συμβαίνει με το ψάρι όταν βρίσκεται έξω από το νερό». Και σαν ψάλτης που ήταν, χρησιμοποιούσε συχνά πυκνά έναν από τους Αναβαθμούς του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου: «Επί τω Κυρίω θερμότερον φίλτρον χρεωστούμεν». (Όρθρος Κυριακής, ήχος Δ΄, Αντίφωνον γ΄).
Και επειδή ο Θεός είναι αγάπη, ακριβώς το χαρακτηριστικό και κύριο γνώρισμα του ανθρώπου πρέπει να είναι η αγάπη. Όσο ταλαντούχοι κι αν είναι οι άνθρωποι, όσα προσόντα κι αν διαθέτουν, αν δε διαθέτουν αγάπη, τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον άνθρωπο, τότε είναι θηρία ανήμερα και επικίνδυνοι για την κοινωνική ζωή. Και τούτο γιατί δεν υπάρχει αγάπη χωρίς υπόσταση, ούτε και αρετή χωρίς υπόσταση. Και η υπόσταση είναι το πρόσωπο του Χριστού. Γι΄ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σχολιάζοντας την περικοπή της μελλούσης κρίσεως, ρωτάει: «Διατί, ω Κύριε, ουκ άλλων οδών φέρεις μνήμην;» Και απαντά ο ίδιος: «Ου κρίνω, φησί, την αμαρτίαν, αλλά την απανθρωπίαν».(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας, Ομιλία Ζ΄, κεφ. ζ΄, PG 49,335). Στην καρδιά που δεν υπάρχει η μεγάλη κυρά, η αγάπη, δεν υπάρχει και ο Χριστός, γιατί απλούστατα Εκείνος είναι η αγάπη. Ο μακαριστός Σπυρίδων διέθετε αυτήν την αγάπη. Την φανέρωνε με τον τρόπο του, με τη συμπεριφορά του και με το λόγο του.
Δεύτερον. Μια άλλη κρυφή αρετή, ήταν η παράκληση, δηλαδή η παρηγορία. Είχε το χάρισμα να παρηγορεί τους ανθρώπους και να τους ενισχύει ιδιαίτερα τις δύσκολες στιγμές. Πόσες φορές δεν δέχθηκα τον παρακλητικό του λόγο και την ενίσχυση από το στόμα του! Γι΄ αυτήν την παράκληση είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: «Παρακαλείτε εαυτούς καθ΄ εκάστην ημέραν άχρις ου το σήμερον καλεῖται, ίνα μη σκληρυνθή εξ υμών τις απάτη της αμαρτίας». – Να παρακαλείτε ο ένας τον άλλον κάθε μέρα όσο διαρκεί το σήμερα αυτής της ζωής για να μην εξαπατηθεί κανείς από σας από την απάτη της αμαρτίας (Εβρ. 3,13).
Έζησε, ο Σπυρίδων, κοντά σε ανθρώπους που διέθεταν αυτήν την παράκληση, όπως ο Γέροντας Γεράσιμος και ο Πνευματικός Διονύσιος. Θεωρούσε ως καθήκον του να ενισχύει και να συμπαρίσταται σε αυτούς που είχε επικοινωνία σε κάποιες δύσκολες στιγμές τους. Μου θύμιζε πολλές φορές τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος που στο λόγο του περί υπακοής και περί μετανοίας περιγράφει αυτήν την παράκληση που χαρακτήριζε κάποιους Μοναχούς της εποχής του, προκειμένου να ενισχύονται ο ένας με τον άλλον για να συνεχίζουντον αγώνα τους στη μέλαινα κι ζοφώδη θάλασσα της παρούσης ζωής. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Απόστολος Βαρνάβας ονομάσθηκε «υιός παρακλήσεως» (Πραξ. 4,36), αφού αυτήν την παράκληση διδάχθηκε από τον Απόστολο Παύλο. «Παρακαλείτε αλλήλους» (Α΄ Θεσσ. 5,11).
Τρίτον. Την προσωπικότητά του όμως τη στόλιζε και μία άλλη κρυφή αρετή, η οποία του έδωσε τη δυνατότητα να σταθεί μπροστά στο φοβερό βήμα του Δικαίου Κριτού. Και αυτή η αρετή ήταν το ακατάκριτον του χαρακτήρος του. Δεν κατέκρινε ποτέ κανέναν. Κι όταν στις συζητήσεις διαπίστωνε πως θα αρχίσει η κατάκριση, άλλαζε αμέσως το θέμα της συζητήσεως. Δεν το διαπίστωσα μόνον εγώ, ούτε μόνον οι πατέρες της μικρής Αδελφότητός μας, αλλά το άκουσα και από επίσημα χείλη Αγιορειτών Πατέρων, αλλά και από Μοναχούς πέρα από το χώρο της πατρίδος μας.
Δεν κατέκρινε, γιατί γνώριζε ότι αυτό το πάθος, το οποίο εμφωλεύει ιδιαίτερα στους κύκλους των Χριστιανών και κυρίως των Μοναχών, είναι μία λεπτή νόσος που απομυζά το αίμα της αγάπης. Αποτελεί, κατά το θεοφόρο Σιναΐτη Μοναχό, τον ρύπο της καρδιάς. Έχει τις ρίζες της στο μίσος και την απέχθεια και τα αποτελέσματά της είναι η διαβολή, η συκοφαντία, η διαστρέβλωση της αληθείας και η αμαύρωση του ανθρώπου. Είναι ένα πονηρό δαιμόνιο που αφαιρεί την ειρήνη του ανθρώπου και τον κάνει να είναι πάντοτε ανήσυχος. Γι΄ αυτό και ο λόγος του Αποστόλου Παύλου είναι χαρακτηριστικός: «Συ τις ο κρίνων αλλότριον οικέτην;» (Ρωμ. 13,11) και «Τω ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει· σταθήσεται δε δυνατός γαρ εστί ο Θεός στήσεται αυτόν» (Ρωμ. 14,4).
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ερμηνεύοντας το λόγο τοῦ Χριστού «μην κρίνετε ίνα μη κριθήτε» (Ματθ. 7,11), παρατηρεί: «Αν αυτός που έζησε αμελώς κράτησε όμως αυτή την εντολή του Θεού, δεν θα τον κρίνει ο Θεός. Γιατί απλούστατα θυμάται πάντοτε την εντολή που έδωσε στους ανθρώπους: της γαρ εαυτού εντολής ουκ επιλήσμων ο αψευδέστατος» (Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού Ερωτήσεις και Αποκρίσεις, Ερώτηση ΚΣΤ΄, PG 90,805).
Πολυσέβαστε Γέροντα Σπυρίδων,
Αηδόνι και τέτιξ του Αγίου Όρους,
Αυλός των θείων ασμάτων της Εκκλησίας, όπως ψάλλει ο ιερός υμνογράφος για τον Άγιο Ρωμανό το Μελωδό (Κεκραγάρια εορτής),
Δέξου με πολύ σεβασμό τα λίγα αυτά άνθη από τη Βυζαντινή Καστοριά που τόσο αγάπησες.
Σε ευχαριστούμε για τη γνωριμία την οποία είχαμε μαζί σου και τα όσα ακούσαμε και διδαχθήκαμε από το σοφό στόμα σου.
Σε ευγνωμονούμε για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα οποία είδαμε να στολίζουν το πρόσωπό σου και ιδιαιτέρως για το ακατάκριτον της προσωπικότητός σου.
Σε ευχαριστούμε και για το μάθημα της υπονομής και της καρτερίας κατά την περίοδο του σταυρού σου και της δοκιμασίας σου.
Τώρα αποδεσμευμένος από την ύλη θα ψάλλεις μαζί με τους Μάρτυρες και τους Οσίους της Αγιορειτικής Πολιτείας. Να θυμάσαι κι εμάς και να μας μνημονεύεις στην Ουράνια Εκκλησία. Το όνομά σου, αδελφέ μου αγαπητέ, θα είναι γραμμένο όχι μόνο στα Δίπτυχα των Ιερών Ναών, αλλά κυρίως στην καρδιά μας. Θα σε θυμόμαστε πάντοτε, Γέροντα Σπυρίδων.
Αιωνία σου η μνήμη, αδελφέ μου αγαπητέ!