Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ
Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Αποστόλου Παύλου απευθυνόμενος στους Ρωμαίους της εποχής του: «τω Κυρίω δουλεύοντες»: να υπηρετείτε, δηλαδή, ως αφοσιωμένοι διάκονοι του Κυρίου. Όταν κανείς χρησιμοποιεί τον εαυτό του προκειμένου να διακονήσει τον αδελφό του, αυτός στην ουσία διακονεί τον Δεσπότη Χριστό. «Όσα κάνεις στον αδελφό σου, λογίζονται ότι τα κάνεις στον Κύριό σου. Και ο Κύριος ευεργετούμενος τρόπον τινά, αμέσως σου λογαριάζει τον μισθό» (ΕΠΕ 17,468). Ο Χριστιανός λοιπόν είναι ένας εργάτης του Θεού.
Α. Ο εργάτης του Θεού είναι ένας άνθρωπος ο οποίος, αφενός μεν ακούει μέσα στο χώρο της καρδιάς του τη φωνή του Θεού, και αφετέρου απευθύνεται στις ψυχές των ανθρώπων μεταφέροντας το μήνυμα της σωτηρίας. Άλλωστε, το μυστήριο της σωτηρίας των ανθρώπων ενεργείται μόνο μέσα στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, έχοντας ως συνεργούς ορισμένα χαρισματικά πρόσωπα, που αναλαμβάνουν τη διακονία αυτή. Ο εργάτης του Θεού έχει σαν κανόνα της ζωής του τον λόγο του Αποστόλου Παύλου : «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20).
Κάθε σκέψη, κάθε ενέργεια, κάθε δράση, ακόμη και αυτή η ζωή του, είναι ταυτισμένες με το πρόσωπο του Χριστού. Φλέγεται από αγάπη για το Θεό και τους συνανθρώπους του και στο πρόσωπο του καθενός βλέπει σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας το πρόσωπο του Χριστού : «είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου». Γι’αυτό και εφευρίσκει πολλούς τρόπους, πάντοτε με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, για να μεταδώσει αυτό το μήνυμα της σωτηρίας. «Ανίκητος γαρ η προθυμία του διδάσκειν τι χρήσιμον» θα υπενθυμίσει ο σοφός Ιεράρχης της Καισαρείας Μέγας Βασίλειος. (PG 32,1037 AB)
B. Ο εργάτης του Θεού δουλεύει για το Θεό, κατά την έκφραση του Αποστόλου, ενώ μεριμνά για τους συνανθρώπους του αφιερώνοντας χρόνο πολύ, χωρίς ωστόσο να αμελεί τον προσωπικό του αγιασμό. Αγωνιζόμενος στην κατάσταση της καθάρσεως και στην αποβολή των δερματίνων χιτώνων της φθοράς και της θνητότητος, οδηγείται σταδιακά στον φωτισμό και στη θέωση και γίνεται πραγματικά ένας προφήτης για την εποχή του κι ένας θεολόγος συγχρόνως, που οδηγεί και τους άλλους στη σωτηρία.
Χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η αυτογνωσία και ο αυτοέλεγχος. Είναι τα πνευματικά εργαλεία, που χρησιμοποιεί μαζί με την υψοποιό ταπείνωση, και τα οποία τον προφυλάσσουν από την κενοδοξία και την ιδιοποίηση των καρπών του μόχθου του. Αισθάνεται ότι είναι ένας αχρείος δούλος, χωρίς δικαιώματα στους καρπούς, στις προαγωγές και στις καταλήψεις κάποιων θέσεων. Θεωρεί δε τον εαυτό του ως κατώτερο από όλους τους άλλους συνανθρώπους. Και επαναλαμβάνει το λόγο του φτερωτού Αποστόλου : «ημείς μωροί δια Χριστόν, υμείς δε φρόνιμοι εν Χριστώ· ημείς ασθενείς, υμείς δε ισχυροί· υμείς ένδοξοι, ημείς δε άτιμοι…ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι». (Α’Κορ. 4,10-13).
Γ. Ο εργάτης του Θεού αναπαυμένος προσωπικά ο ίδιος, αναπαύει και τους γύρω του. Έχοντας ξεδιψάσει από την αστείρευτη πηγή της Παραδόσεως και έχοντας ως άντλημα την πίστη, μεταδίδει αφθονοπάροχα το ύδωρ το ζων το αλλόμενον, που είναι ο Χριστός (Ιω. 4,14). Αυτά τα πρόσωπα, όπως θα πει ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, «γίνονται ως ασώματοι τινές άγγελοι» (ομιλία ιζ’) μεθυσμένοι από την παρουσία της χάριτος του Θεού.
Δεν παρουσιάζει ο εργάτης ποτέ τον εαυτό του. Δεν έχει στο μέτωπό του την ετικέτα του σωτήρος. Παρουσιάζει με τη ζωή του και τα έργα του τον μοναδικό Σωτήρα του κόσμου, που είναι ο Χριστός. Δεν έχει ως βάση της ζωής του το συμφέρον παρά τη σωτηρία του άλλου. Έχοντας βάλει κατά μέρος το φοβερό πάθος της φιλαυτίας, δημιουργεί μια υγιή σχέση μεταξύ των ανθρώπων και κυρίως του Θεού, οδηγώντας τους ανθρώπους δια της Εκκλησίας στη θέα του Θεού.
Χαίρεται ο εργάτης με την προκοπή του άλλου, κατά την αποστολική παραγγελία «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων»(Ρωμ. 12,15), χωρίς να επιδιώκει ευχαριστίες και επαίνους. Αρμόζει στο σημείο αυτό ο λόγος του Μεγάλου Βασιλείου «ότε μέντοι είδωμεν τον αθλητήν, εμακαρίσαμεν αυτού τον αλείπτην.» (PG. 32,636C).
Ένας τέτοιος εργάτης του Ευαγγελίου και διαπρύσιος κήρυκας των αληθειών της πίστεώς μας αναδείχτηκε και ο Άγιος Ιάκωβος ο εκ Καστορίας, ο οποίος μαρτύρησε την 1η Νοεμβρίου του 1520 στην Ανδριανούπολη. Ως άλλος Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, προετοιμασμένος κατάλληλα στον αγιασμένο Άθωνα, στηρίζει με τη διδασκαλία του το υπόδουλο γένος «καταφωτίζων των πιστών τα συστήματα δια των ενθέων του πράξεων και των πανσόφων ρημάτων του», όπως ψάλλει ο ιερός υμνογράφος («Ακολουθίαι και λόγοι εις τον Οσιομάρτυρα Ιάκωβο τον Νέον», σελ. 217, Αθήνα 2014). Οι αρετές του, η διακονία του για τον άθρωπο, και το φρικτό του μαρτύριο, ως άρμα χερουβικό τον μετέφεραν μαζί με τους μαθητές του στην Ουράνια Πόλη, παρεστώτες εν δόξη μαζί με τους συναθλητές του στο θρόνο της Αγίας Τριάδος.
Τον παρακαλούμε να μεσιτεύει για την Καστοριά και την περίοικό της.
Τον ικετεύουμε με τις προσευχές του τις δραστικότατες να αναδείξει ο Θεός τέτοιους εργάτες στην κατάξερη εποχή μας, «τω Κυρίω δουλεύοντες».