Του Πρωτοπρεσβυτέρου Λεωνίδα Μπάρδου
Κάποιοι τα κατάφεραν, για άλλη μια φορά έγινε το Άργος γνωστό στο πανελλήνιο
Δεν έγινε όμως γνωστό για κάποια επιτυχία, καινοτομία ή αρετή, αλλά ως τόπος ευτελισμού και εξευτελισμού αξιών.
-Το ράσο , μαύρο κι άχαρο για πολλούς. Τιμημένο, δοξασμένο και ματωμένο στο χθες και σήμερα από όσους το φοράμε και το αγαπάμε. Το τι πρόσφερε αυτό το ράσο σ’ αυτόν τον τόπο είναι γνωστό τουλάχιστον για όσους γνωρίζουν τα στοιχειώδη…
-Το πετραχήλι, σύμβολο της Χάρης του Θεού που έχει ο ιερέας και μεταφέρει στους πιστούς. Έσωσε και σώζει εκατομμύρια ανθρώπων….
– Μαλλιά και γένια , δείγμα αφιέρωσης του ρασοφόρου στο Θεό…
– Το κεράκι, μικρή θυσία και προσευχή και έμπονη προσφορά ενώπιων του Θεού….
– Το θυμιατό, σύμβολο της Παναγίας που έχει στα σπλάχνα το Χριστό. Αλυσίδες και κουδουνάκια σύμβολο των ευαγγελιστών και αποστόλων και το θυμίαμα η προσευχή προς το Θεό.
– Η ευλογία του ιερέως, ευλογία του Χριστού προς τους πιστούς
– Ο σταυρός, το ιερό σύμβολο των χριστιανών. Αγιάστηκε απ’ τη θυσία και το αίμα του Χριστού…
– Το άγιο ποτήριο, το σκεύος μέσα στο οποίο τοποθετεί ο ιερέας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αιώνες τώρα, και το μεταδίδει στους πιστούς, αιώνες τώρα, φάρμακο ζωής κι αθανασίας….
Και όλα αυτά να εμπαίζονται, να σατιρίζονται , να χλευάζονται, να ποδοπατούνται….
Για το έργο που κάνει η Εκκλησία πνευματικό και υλικό δεν θα μιλήσω, το γνωρίζουν και το στηρίζουν πολλοί, μα κυρίως το γνωρίζει και το αυξάνει ο ίδιος ο Θεός. Γιατί δικό του είναι και το χωράφι και το αμπέλι.
Μπορεί για κάποιους τα παραπάνω να είναι ασήμαντα, ανάξια λόγου, όμως για κάποιους άλλους είναι αλήθεια, φως, δρόμος, παρηγοριά, ελπίδα και χαρά….
Κι όπως αν βρω ένα κοράνι θα το σεβαστώ γιατί είναι ιερό σύμβολο για κάποιους ανθρώπους έτσι θα’ θελα κι εγώ τα δικά μου ιερά να μην ποδοπατούνται, να μη γελοιοποιούνται…
Κι από την άλλη μέσα στην πίκρα μου έχω χαρά γιατί ο Θεός μας είναι Θεός Αγάπης κι ελευθερίας και συλλογίζομαι αυτόν που κάποια μέρα θέλησε το φως του ήλιου να πάει να σβήσει γιατί τον ενοχλούσε, κι ανέβηκε σε μια ψηλή κολώνα κι έφτυνε κι έφτυνε με λύσσα, μέχρι που κατάκοπος μετά από ώρα ο ταλαίπωρος ν’ ανακαλύψει πως το πρόσωπο του με τα φτύματα είχε γεμίσει ….και τον ήλιο δεν κατάφερε να σβήσει…