Είναι μεσάνυχτα κι εγώ περπατώ μόνη στα σκοτεινά στενά της πόλης.
Ησυχία.
Το μόνο που ακούγεται είναι η ψιλή βροχή που πέφτει.
Αυτό που θα με ευχαριστούσε τώρα θα ήταν να ξεκινούσε μια καταιγίδα κι εγώ να πνιγώ μέσα της.
Ένα σκυλί κάθεται παγωμένο και μουσκεμένο σε μια γωνιά και τρέμει.
Το κοιτάω στα μάτια, ήταν υπέροχα.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα βαθιά μέσα μου τον πόνο της μοναξιάς.
Πήγα κοντά του, δεν το φοβήθηκα μα ούτε κι εκείνο. Κάθισα δίπλα του και αυτό ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια μου.
Η βροχή δυνάμωνε.
Άρχισε να φοβάται πολύ ώσπου στο τέλος κρύφτηκε μέσα στην αγκαλιά μου. Άρχισα να το χαϊδεύω και τότε τα μάτια του άρχισαν να χαμογελούν. Εγώ όμως είχα ξεχάσει πως είναι να χαμογελάς, αυτό το συναίσθημα είχα πολύ καιρό να το νιώσω.
Η βροχή όλο και δυνάμωνε.
Τον πήρα αγκαλιά και πήγαμε κάτω από ένα υπόστεγο. Είχα ανάγκη να καπνίσω. Μόλις άναψα το τσιγάρο η καύτρα έλαμψε στα μάτια του. Ακόμα χαμογελούσαν.
Η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να φύγω. Σηκώθηκα, πέταξα το τσιγάρο στα νερά και ξεκίνησα να περπατώ. Ξαφνικά νιώθω κάτι στα πόδια μου. Ήταν αυτός, με τα ίδια χαμογελαστά μάτια, κρατούσε τα τσιγάρα μου στο στόμα του. Έσκυψα να τα πάρω. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Ήταν παγωμένος. Με το που έκανα να φύγω συνειδητοποίησα ότι δεν κουνιόταν. Ήταν νεκρός. Είχε πεθάνει στην αγκαλιά μου με τα μάτια ανοιχτά. Η ζωή του μπορεί να έφυγε εκείνη τη βροχερή και παγωμένη νύχτα αλλά τα μάτια του έμειναν χαμογελαστά.
Τότε κοιτώντας τον ουρανό ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασα…
Συντάχθηκε από Σ.Κ.